Κατερίνα Καριζώνη, Πινόκιο
[Ενότητα Από τα ποιήματα της εφηβείας]
1.
Ξύλινο σώμα βρέθηκε στην παραλία,
γράφαν οι εφημερίδες του τόπου
κι από κάτω,
αγνώστου προελεύσεως.
Ο Πινόκιο αρνείται να παραδεχτεί
πως είναι ο Πινόκιο
κι εσύ ενέδωσες τόσο απλά στο θάνατό σου.
Να πούμε πως τα παραμύθια
έχουν καμιά φορά απροσδόκητο τέλος
να πούμε πως οι άνθρωποι αλλάζουν με τον πόλεμο
οι μολυβένιοι στρατιώτες γίνονται αληθινοί πολεμιστές
πεθαίνουνε σαν άνθρωποι
να πούμε πως τα γράμματα επιστρέφουνε κλειστά
με τη σφραγίδα «άγνωστος»
πως τα όνειρά σου ενηλικιώνονται
πιο γρήγορα από σένα.
Ο Πινόκιο αρνείται να παραδεχτεί
πως είναι ο Πινόκιο
κρύβει επίμονα το παραμύθι του
που τον συκοφαντεί
χαμένος σε κάποιο ορφανοτροφείο της πόλης
δίχως όνομα.
Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο, μας έλεγε,
φοβάμαι μόνο το δάσος που μ’ αναγνωρίζει.
2.
Μα δεν μπορώ να κλάψω
μ’ αυτά τα ξύλινα μάτια
ούτε να ονειρευτώ,
μας έλεγε ένα βράδυ ο Πινόκιο.
Ξαναγυρίζαμε στις ίδιες ιστορίες
όπως η βροχή ξαναγυρίζει στη θάλασσα
ανοίγοντας αόρατες χαραγματιές.
Η επιφάνεια των πραγμάτων
είναι μια πίστα παγωμένη και κλειστή
κι ανάμεσα σε δυο στιγμές
τα ασημένια πατίνια του Όλιβερ
οξειδωμένα από τον χρόνο.
Μα δεν υπάρχει χρόνος στα όνειρα, σου φώναξα
κι έτσι δεν ξέρω πώς και πότε θα σε συναντήσω.
Από σχισμή στο σκοτάδι
πότε πότε εισχωρεί
η μυρωδιά του νοτισμένου ξύλου
της βρεγμένης γης.
Η αγάπη είναι γεμάτη υγρασία
και μουχλιάζει την καρδιά μου,
μου εξηγούσε ο Πινόκιο.
Από τη συλλογή Πινόκιο (1975)
Πηγή: ανθολόγιο Ρεσάλτο (2009)