Μάρκος Μέσκος, [Ο Μίτιας είναι ο μοναδικός κάτοικος...]
[Ενότητα Δύο ονόματα δύο μπαλάντες]
I
Ο Μίτιας είναι ο μοναδικός κάτοικος του χωριού χειμώνα καιρό
προσφέρει μπάτζιο στο κονάκι του και βλάχικο ψωμί χοντρό
αν γουστάρεις και Ξερή πατροπαράδοτη με φωνές που φτάνουνε τον ουρανό
οι καρέκλες ξαφνιάζονται τα τραπεζάκια επίσης ένα ούζο δυο
μετά τίποτε μετά δάκρυα στο παράθυρο κι ο δρόμος για το Κάτω Γραμματικό
μετά αντίο μετά έχετε γεια κι ο Μίτιας προστατεύει τα ζώα από το φονικό
των λύκων που πηδάνε στον λαιμό τους και τα πνίγουν στης ομίχλης τον καιρό
σκύλος μαντρόσκυλος φοβερίζει άγρια θηρία χιόνια ανέμους και κρύο.
Λαϊκός χωρικός ποιητής γράφει βαδίζοντας πηδώντας εν δυο, εν δυο, εν δυο
απρόσιτος γενναίος μακρινός —τι μοναξιά— σπάνια κλαίει πάνω στο βουνό
—βοήθεια! —βοήθεια!... όταν ζητάει τα δέντρα με τις φτέρες στα ποδάρια τρέχουν σωρό
—βοήθεια! —βοήθεια!... μέσα του φωνάζει όταν ξεγεννάει της δαμάλας το μικρό,
(κάποτε ποιος ήτανε ληστής ποιος χωρικός φιλήσυχος ποιος άνθρωπος με το φτερό
την άνοιξη φλογέρα απ’ το ρυάκι κι απόμακρο νταούλι χινόπωρο σαράβαλο σκεβρό)
θάλασσα ποτέ δεν είδε δεν φαντάστηκε ποτέ κύμα κι όλα γυρίζουν κατά δω
δεν φεύγει τίποτε έρχονται όλα από χέρι σκληρό κι από σύννεφο φοβερό,
Κιούνκι, Μπάρα, Μουχαρέμ και σα μουσούδα αλόγου το χορτάρι στα τσαΐρια τρυφερό
Μίτιας —καταλάβατε;— δεν υπάρχει έχει πεθάνει έχει πεθάνει από καιρό
σκαντζόχοιροι γουρούνια ελάφια κυνηγημένα κι η αρκούδα μουντζώνει πια τον ουρανό
μόνο πουλιά μόνο πουλιά που δεν θυμούνται μήτε βάτα μήτε γη τίρι τι τιο, τίρι τι τιο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Μαύρο δάσος (εκδ. Νεφέλη, 1999)