Θεοδώρα Ντάκου, Αν
Αν ξαφνικά, όταν, σίγουρη πια για το χάσιμό μου, σφίγγουν
τα χέρια σου το σίδερο του βαγονιού κι ασπρίζουν καθώς
εξακοντίζεις το χαμόγελό σου στην πλατεία·
αν ξαφνικά, όταν ψάχνεις στα μάτια των παιδιών
για τρυφερότητα, με θυμηθείς·
θέλω να πω, στην πιο γυμνή σου μοναξιά, αν τύχει
και νοσταλγήσεις κάτι από μένα, απ’ ό,τι δεν μπόρεσα
να καταφέρω να σου πω, σε παρακαλώ, τηλεφώνησε αμέσως.
Χτες βράδυ στο σταθμό περίμενα τα τρένα. Δεν ήξερα
από πού μπορούσε να φανείς, ούτε την ώρα. Φαντάστηκα
πως θα ’ταν τότε οπωσδήποτε. Δεν ήσουν.
Καταλαβαίνεις τώρα γιατί κρεμιέμαι απ’ αυτό το τηλεφώνημα.
Λέω να φτιάξουμε έν’ ακόμα ραντεβού, να μη χαθείς, να συμφωνήσουμε
αν γίνεται,
αν γίνεται, κι αν, βέβαια, περνώντας όλους αυτούς τους σταθμούς
του κόσμου, ψάχνεις ακόμα για μένα.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ηλικία του πανικού (1984)