Το πτώμα (Μάριος Χάκκας, από το βιβλίο «Τυφεκιοφόρος του εχθρού»)
Πρώτα άρχισε να ξοδεύει σε μικρές δόσεις το μέλλον. Ξεκινώντας με μηδέν παρελθόν, διαυγής και ανάλαφρος σαν την αυγή, σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας, βρέθηκε τελικά μπλεγμένος σ’ ένα παρόν όλο χρέη που χρειάστηκε να το ξοφλήσει από το μέλλον.
Διαπίστωσε ότι κι αυτό εξαντλούνταν. Δεν είχε αποθέματα μέσα του, διαρκή παρακαταθήκη ιδεών, καταθέσεις κι αντίκρισμα. Δεν υπήρχε πια μέλλον να προεξοφλήσει σ’ αυτή τη ζωή.
Του έμενε μόνο το όριο του θανάτου και πέρα, να πουλήσει μιαν άλλη ζωή, που όμως δεν πίστευε και θα ‘ταν σα να πουλάει οικόπεδα ξένα.
Δεν είχε παρά να πουλήσει σα μια πρώτη ύλη το σώμα του (σάρκες, κόκαλα, λίπη), κάτι που θα κρατιόταν και λίγο μετά το κρίσιμο όριο, εκεί που τελείωνε το μέλλον και πέρα.
Στην αρχή είπε ν’ ακολουθήσει κι εδώ το σύστημα των δόσεων. Πρώτα τα μάτια, τα γεννητικά όργανα έπειτα. Να ξεπουλήσει σιγά σιγά. Ίσως προλάβαινε να σώσει κάτι. Την καρδιά ή τον εγκέφαλο.
Μα η Εταιρεία δε δεχόταν. Τον ήθελε εφάπαξ δια μέσου τραπέζης. Τα συμβόλαια που υπέγραψε ενώπιον μαρτύρων ανέφεραν ρητά. “Παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα επί του πτώματος. Παραχωρώ τον εαυτό μου μετά θάνατον αρτιμελή και χωρίς αλλοιώσεις”.
Από τη στιγμή που υπέγραψε δεν είχε γνώμη. Από τη στιγμή που θα έκλεινε τα μάτια και πέρα ήταν δική τους υπόθεση αν θα τον σέρβιραν καταψυγμένο ή μες σε φορμόλη. Από τη στιγμή που θα πέθαινε ανήκε στην Εταιρεία Ανατομικών Μελετών.
Κι όμως βασανίζονταν να βρει έναν τρόπο παράβασης των συμβολαίων, να βρει έναν τρόπο να διαθέσει το πτώμα του σύμφωνα με τη δική του ύστατη θέληση.
Απόσπασμα από το διήγημα «Το πτώμα», από το βιβλίο «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», του Μάριου Χάκκα.