συνέργεια, συνεργία, συνέργια, συνεργισμός;

spiros · 3 · 26047

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856451
    • Gender:Male
  • point d’amour
Νομίζω υπάρχει είτε «συνέργεια» είτε «συνεργία» αλλά όχι «συνέργια». Σωστά;

συνεργία κ. συνέργεια (η) (συνεργιών) 1. ΝΟΜ. οποιαδήποτε εκ προθέσεως συνδρομή υλική ή ηθική, θετική ή αρνητική παρεχόμενη στον αυτουργό αξιοποίνου πράξεως (π.χ. όταν κάποιος, αν και έχει υποχρέωση, δεν ενεργεί προς αποτροπή αξιόποινης πράξης, όπως ο αστυνομικός διευθυντής που δεν παρεμπόδισε αστυνομικά όργανα τα οποία κακοποιούσαν πολίτες ενώπιόν του. όταν χορηγεί κάποιος το όπλο σε άλλον για τη διάπραξη ανθρωποκτονίας ή τον διευκολύνει να διαφύγει τη σύλληψη ή συμβουλεύει τον δράστη για τον τρόπο τελέσεως τής πράξης κ.ά.) 2. ΒΙΟΛ. (α) η συνεργασία διαφορετικών οργάνων για την επιτέλεση μιας λειτουργίας: - μυών (β) παραγοντική συνεργία η συνεργασία δύο ή περισσοτέρων γονιδίων στη ρύθμιση τής εμφάνισης κληρονομικού χαρακτηριστικού 3. ΧΗΜ. το φαινόμενο κατά το οποίο η δράση δύο χωριστών ουσιών από κοινού είναι ισχυρότερη από αυτήν που προκαλείται, όταν οι ουσίες δρουν χωριστά 4. ΦΑΡΜ. η συνδυασμένη δράση χωριστών φαρμάκων που έχουν διαφορετικό τρόπο επενέργειας, αλλά αλληλεπιδρούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενισχύουν το ένα το άλλο στην επίτευξη κοινού αποτελέσματος ΣΥΝ. συνεργισμός. ΕΤΥΜ. αρχ. < συνεργός (βλ.λ.)). συνεργισμός
Μπαμπινιώτης

συνεργισμός (ο) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η σωτηρία τού ανθρώπου είναι προϊόν τού ελεύθερου συνδυασμού τής Θείας Χάριτος και τής ανθρώπινης θέλησης 2. ΒΙΟΛ. το φαινόμενο κατά το οποίο δύο ή περισσότεροι μικροοργανισμοί δρουν απο κοινού και επιτυγχάνουν αποτέλεσμα, το οποίο δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν, αν δρούσε ο καθένας μόνος του 3. ΦΑΡΜ.-ΒΙΟΛ. η συνδυασμένη δράση χωριστών φαρμάκων ή άλλων ουσιιόν. που έχουν διαφορετικό τρόπο επενέργειας, αλλά αλληλεπιδρούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενισχύουν το ένα το άλλο στην επίτευξη κοινού αποτελέσματος, το οποίο είναι ανώτερο από ό.τι θα ήταν. αν δρούσε κάθε ουσία χωριστά ΣΥΝ. συνεργία
Μπαμπινιώτης

συνέργεια η [sinérjia] O27 & συνεργία η [sinerjía] O25 : 1.(νομ.) προμελετημένη βοήθεια που παρέχουν δύο ή περισσότερα άτομα στην προπαρασκευή ή στην εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης: Aπλή / άμεση συνέργεια. (έκφρ.) διαβολική συνέργεια, για κτ. τόσο δυσάρεστο που μόνο μια διαβολική βοήθεια θα το δικαιολογούσε. 2. (επιστ.) συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων. [λόγ. < ελνστ. συνέργεια, αρχ. συνεργία `συνεργασία΄ κατά τη σημ. του συνεργός]
ΛΚΝ

συνεργία και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής]· 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)· 2. (φρ.) «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ»· με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού διαβόλου· || (νεοελλ.) 1. (ποιν. δίκ.) μορφή συμμετοχής σε έγκλημα, η οποία συνίσταται στην παροχή στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης κατά την τέλεση τού εγκλήματος· 2. (βιολ.) συνεργασία πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την επίτευξη μιας λειτουργίας («συνεργία μυών»)· 3. (χημ.) φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη δράση δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών είναι εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την δράση τής καθεμιάς ξεχωριστά· 4. (φαρμ.) φαινόμενο κατά το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας προς τον ίδιο στόχο· 5. (οικον.) φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα τών επιμέρους συστατικών μερών του· 6. το αποτέλεσμα τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων αλλά συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας· 7. (φρ.) «παραγοντική συνέργεια»· (βιολ.) η υποχρεωτική συνεργασία δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό· || (μσν.-αρχ.) συμπαράσταση, βοήθεια· || (αρχ.) συνωμοσία («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», Δημοσθ.).
Πάπυρος

συνέργεια (η) ουσ.  βλ. συνεργία: για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμει· χρειάζεται η συνέργεια ολωνών (Γ. Ψυχάρης) [<αρχ. συνεργής]
ΜΕΛ

συνεργία (η) ουσ.  σύμπραξη, συνεργασία | συμμετοχή σε αξιοκατάκριτη πράξη | συνενοχή | (ιατρ.) η συνεργασία οργάνων του σώματος στην επιτέλεση ορισμένης λειτουργίας
ΜΕΛ

συνεργισμός (ο) ουσ.  (εκκλ.) διδασκαλία κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας [<αγγλ. synergism < ελλ. συνεργός]
ΜΕΛ


συνεργισμός/συνεργία
http://glossary.el.eea.europa.eu/terminology/concept_html?term=%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1
« Last Edit: 06 Feb, 2024, 11:38:10 by spiros »


Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
Ελληνικό λεξικό (Τεγόπουλος Φυτράκης)
Communicate. Explore potentials. Find solutions.



lux aeterna

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 2
    • Gender:Male
Άρα μπορούμε να πούμε και οπτικοκινητική συνεργία και οπτικοκινητική συνέργεια κατά Μπαμπινιώτη και ΛΚΝ, αλλά μόνο το πρώτο κατά ΜΕΛ;


 

Search Tools