-ποίηση [píisi] : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. από το αντίστοιχο ρήμα σε -ποιώ· δηλώνει την πραγματοποίηση της διαδικασίας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αλλαντο~, κονσερβο~, πολτο~· ενοχο~, ηθικο~, κοινωνικο~, αστικο~, τελειο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: σακχαρο~, σαπωνο~.
[λόγ. < αρχ. -ποίη(σις) (< ρ. ποιῶ) -ση ως β' συνθ.: αρχ. ὁδο-ποίησις `προετοιμασία΄, ελνστ. δραματο-ποίησις & απόδ. ελαχιστο-ποίηση < γαλλ. minimisation, ουδετερο-ποίηση < γερμ. Neutralisierung]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη