puxa-saco
baba-ovo → αυτός που λέει ναι σε όλα, αυτός που δε φέρνει αντίρρηση, κόλακας, γλείφτης, γλείφτρια, γαλίφης, γαλίφα, γαλίφισσα, δουλοπρεπής, τσιράκι, ορντινάντσα, παρατρεχάμενος, λακές, οσφυοκάμπτης, οσφυοκάμπτισσα
bajulador
adulador → αυτός που λέει ναι σε όλα, αυτός που δε φέρνει αντίρρηση, κόλακας, γλείφτης, γαλίφης, δουλοπρεπής, τσιράκι, ορντινάντσα, παρατρεχάμενος, λακές, οσφυοκάμπτης
lambe-botas
puxa-saquismo → γλείψιμο, οσφυοκαμψία, δουλοπρέπεια, ραγιαδισμός, γιουσουφακισμός