Ευχαριστώ. Μπερδεύτηκα επειδή το είδα κάπου γραμμένο και έψαξα στο λεξικό του Μπαμπινιώτη όπου βρήκα:
καινοτομία (η) [αρχ.] {καινοτομιών} η ουσιώδης τροποποίηση, η ρι-
ζική αλλαγή: η νέα διεύθυνση εισήγαγε | έφερε πολλές - στην επι-
χείρηση ΣΥΝ. νεωτερισμός. — καινοτομικός, -ή, -ό [1895].
καινοτομώ ρ. αμετβ. {καινοτομείς... | καινοτόμησα} εισάγω νέες με-
θόδους, φέρνω αλλαγές και νεωτερισμούς ΣΥΝ. νεωτερίζω. — καινο-
τόμος, -ος, -ο [αρχ.].
κάτι, προφανώς, δεν καταλαβαίνω στην απόδοση της ερμηνείας