Μικρό γλωσσάρι διαλέκτου Κέρκυρας

vmelas · 5 · 16891

vmelas

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 4932
    • Gender:Female
Με αφορμή τουτο το νήμα, έψαξα και βρήκα ένα μικρό γλωσσάρι της Κερκυραϊκής διαλέκτου. Πηγή: Ιστοσελίδα Ιονίων Νήσων. Το επισυνάπτω κιόλας σε μορφή DOC σε περίπτωση που η δικτυακή του έκδοση χαθεί κάποτε (όπως έχουμε θρηνήσει άλλες παρόμοιες σελίδες).

άκλεροςκακομοίρης, χωρίς ιδιοκτησία
αλιμάνκουτουλάχιστον
αμιάλοιπόν, πάντως
αμολέρνω, απολέρνωελευθερώνω, χαλαρώνω
αμπονόραενωρίς, από νωρίς
αναράϊδαη νεράϊδα, το εξωτικό
αναριτσιαίνω, αναριτσιένωανατριχιάζω
απελώ, πελώπετάω
απέρτοανοικτό, ανοικτός χώρος
απιθώνωακουμπώ, τοποθετώ
απίκουπαανάποδα, χρησιμοποιείται κυρίως για σκεύη κουζίνας
απούφουτελειώνω, φεύγω
αριβάρωφτάνω
αρμάριτο ντουλάπι
ασκώνομαισηκώνομαι
άστασηκώσου, σήκω
αστάκικαλαμπόκι
άχαροςο κακομοίρης
βέσταφόρεμα
βιάτζοδιαδρομή
βουρλίζομαιτρελαίνομαι
γατσουλίνιγατάκι
γκόνωχορταίνω απότομα
γοδέρωδοκιμάζω, απολαμβάνω, χαίρομαι
γουλίχαλίκι
γούλοςπέτρα
γράβαλος, γράβαλοη τσουγκράνα
δείλιαεξάντληση από κούραση, πείνα, λειγούρα
δεσπέτοπείσμα
έτηνενάτη
έτονάτο
έτονενάτος
ζάμπαφρύνος, βάτραχος, χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει τον άσχημο άνθρωπο
ιμπένιοέννοια
ιντερέσοκέρδος, ενδιαφέρον
ισόματέλος πάντων
κάζοσυμβάν, λαχτάρα
καναλέτοαποχετευτικός αγωγός, σωλήνας, ο υπόνομος
κατοικιάκαλύβα στα μακρινά χτήματα
κεντρωμάδαη κεντρωμένη ελιά
κογιονάρωκοροϊδεύω
κολόμπαελιά γέρικη
κόρλακας, κάρλακαςβάτραχος
κουτσέλι, κουλούκισκυλάκι, κουτάβι
κοφίνιτο καλάθι
κραμπίλάχανο
κρένωαπαντώ
λαμπάντεδιαυγής, αθώος
λάταο τενεκές
λιμοκοντόροςο πεινασμένος πού περνιέται γιά ότι είναι σπουδαίος, ο άφραγκος
λιμπρέτομισόκλειστα πατζούρια
μανέστρατά ζυμαρικά, αλλά και η σούπα με ζυμαρικά
μάντολεςκαραμελωμένα αμύγδαλα
μαρέντατο κολατσιό
μαρκάντεςο έμπορος
μαρκάςαγορά, έτσι ονομαζόταν η κεντρική αγορά που υπήρχε στο παλιό λιμάνι στην περιοχή σπηλιά και καταστράφηκε από βομβαρδισμούς
μαστέλομεγάλη μεταλλική κυλινδρική σκάφη πλυσίματος που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για να πλένουν τα ρούχα
μίκανοςμανιτάρι
μίναυπόγεια σύραγγα (στην πόλη της κέρκυρας είχαν κατασκευαστεί για να ενώνουν τα φρούρια μεταξύ τους)
μιτζιβίρηςο τσιγκούνης
μιτσόμικρό, χρησιμοποιείται εννοώντας και το μικρό παιδί
μόμολα, μόμολοςπίθηκος
μορόζοςο αγαπημένος, εραστής, αγαπητικός (συνήθως παράνομου δεσμού)
μόστακαςακρίδα
μπαλαούστροκουπαστή της σκάλας
μπανιερόμαγιό
μπερτουέλεςμεντεσέδες
μποκολέτεςσκουλαρίκια
μπομπόλοιτα σαλιγκάρια
μπότηςστάμνα με στενό άνοιγμα
μπουκαλέτο, μπουκαλίναη γυάλινη κανάτα
μπουρνέλαδαμάσκηνο
μπουτσούνιένα κομματάκι, λίγο
μπριχούπροτού
μπροστομούνι, μπροστομούναη ποδιά
ναίσκεναι
νέσπολα, νόσπολατο μούσμουλο
νιάκαούτε
νιοράντεςφιγουρατζής, επιδεικτικός, ψωροπερήφανος
νογάωκαταλαβαίνω
νόνναγιαγιά
νούνανονά
ντελέγκουαμέσως
ντένωμπλέκομαι, μπερδεύομαι
ξέσταμεγάλο πήλινο δοχείο αποθήκευσης
όθεόπου
όναισκεόχι
οριάμέτρο
παρτσινέβελοςτο αφεντικό, ο νοικοκύρης
παστρεύωκαθαρίζω
παυλοσουκιάη φραγκοσυκιά
περατζάδαβόλτα, περίπατος
περγουλιάη κληματαριά
πετεγολέτσικουτσομπολιό
πόβεροςφτωχός
ποδένομαιβάζω τα παπούτσια
ποδέσουβάλε τα παπούτσια σου
πομιντόρο, κομιντόροη ντομάτα
πόντακρύο
ποντάρωσυναχώνομαι
ποντίγιο, ποντήλιοτο πείσμα
πορτόνικαγκελόπορτα, εξωτερική πόρτα αυλής
πρεμούραβιασύνη, εξαναγκασμός
προβατώπερπατώ
προκάνωπρολαβαίνω
ρεντίκολορεζίλι, γελείος
σεστάδοσωστά τοποθετημένο, ταχτοποιημένο
σέστονοικοκύρεμα (τρόπος)
σιάδιεπίπεδο μέρος
σίκλος, σίσκλοςο κουβάς, συνήθως είναι μεταλλικός και χρησιμοποιείται για την άντληση νερού από πηγάδι
σκαμνιά, σκαμυνιάμουριά
σκαρτσούνιαοι κάλτσες
σκαφόνι, σκαφώνιμεγαλο ξύλινο βαρέλι
σκουτίρούχο
σούγοη σάλτσα, το ζουμί του φαγητού
συφταίνωαξιώνομαι, καταφέρνω
σφαλάγκιη αράχνη
σφαλαγκονιάο ιστός τής αράχνης
σφάλι, σφαλίπώμα, σκέπασμα
σφαλιάλόγγος, τσουκνίδες
σφαλίζωκλείνω καλά, ερμητικά
σωφεγκιάζωδοκιμάζω στη γεύση, ανοίγω μία νέα συσκευασία
τζίαη θεία
τζίοςο θείος
τζόγιαχαρά, χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό "τζόγια μου"
τότσοτόσο λίγο
τρίβουλοτο ψίχουλο
τσαμένοςκαϋμένος
τσαντσαμίνιγιασεμί
τσάτσαη θεία
τσερβέλοτο κεφάλι, το μυαλό
τσοπαίνωσιωπώ
τσούτσαπιπίλα, χρησιμοποιείται μεταφορικά για την κατανάλωση αλκοόλ
φαλιραμέντοχρεοκοπία
φανέστρατο παράθυρο
φελάωαξίζω, έχω προσόντα
φορτίκιγαϊδούρι
φόσατάφρος (κόντρα φόσα ονομάζεται η τάφρος στην είσοδο του παλαιού φρουρίου)
φρατέλοαδελφός
φροκάλιη σκούπα, συνήθως ήταν χειροποίητη από ξερά κλαδιά
χαλεύωζητάω, ψάχνω
χιμονικόκαρπούζι
χόλεμαθυμός
χολεύομαινευριάζω, θυμώνω
ψυχρώνομαισυναχώνομαι
ωγνίστραη γωνιά μέ τήν φωτιά, το τζάκι
« Last Edit: 18 Jun, 2017, 09:27:32 by spiros »




vmelas

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 4932
    • Gender:Female
Muchas gracias caro Spiro! :)

(Στη λίστα αυτή έχεις βάλει και το καλό γλωσσάρι (τί γλωσσάρι δηλαδή με 5 χιλιάδες όρους λεξικό θα το έλεγα :) .. ) της διαλέκτου .. Εύγε νέε μου! :)
« Last Edit: 22 Aug, 2022, 15:46:02 by spiros »




iogo

  • Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 46546
    • Gender:Male
  • ignoramus et ignorabimus
Μια μικρούλα διόρθωση στο γλωσσάρι των 5.000 λέξεων. Λέει, «Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare)». Η ετυμολογία είναι διαφορετική:

in bando, inbando
4. Nel linguaggio di marina (in questo senso, dalla locuz. del fr. ant. a bandon «alla mercé»: cfr. abbandonare), si dice che un cavo è in bando quando è allentato e sciolto; mollare o lasciare un cavo in b., abbandonarlo completamente; fig., lasciare o mollare in b. qualcosa, abbandonare un oggetto dove e come si trova, o sospendere un lavoro senza più curarsene (v. anche imbando).

Bando in Vocabolario – Treccani
Io non odio persona al mondo, ma vi sono cert'uomini ch'io ho bisogno di vedere soltanto da lontano.
— Ugo Foscolo, Ultime lettere di Jacopo Ortis


 

Search Tools