οι σακούλες, των σακούλων ή των σακουλών; → των σακουλών

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856978
    • Gender:Male
  • point d’amour
η σακούλα   
της σακούλας   
τη σακούλα   
σακούλα   
οι σακούλες   
των σακουλών   
τις σακούλες   
σακούλες
σακούλες - Νέα Ελληνικά : Κλίση, Λεξικό Νέας Ελληνικής, Ορθογραφία, Αναγνώριση, Γραμματική (Νεοελληνική Και Λόγια) - Lexigram
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools