Henrik Ibsen, Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Θεοδόσης Α. Παπαδημητρόπουλος, επιμέλεια: Ήρκος Αποστολίδης,εκδόσεις: Gutenberg)
σελ. 90
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΡΟΥΜΠΕΚ: (Μαχητικά): Είμαι καλλιτέχνης, Ιρένε. Και δεν ντρέπομαι για τις αδυναμίες ή τις ατέλειές μου, όσο κι αν με καθηλώνουν. Γιατί, βλέπεις, είμαι γεννημένος καλλιτέχνης. Κ' ενάντια σ' όλα, καλλιτέχνης θα ξαναγινόμουν.
ΙΡΕΝΕ: (Τον κοιτάζει με πονηρό και μνησίκακο γέλιο και του λέει μαλακά και γλυκά): Είσ' ένας ποιητής, Άρνολντ. (Του χαϊδεύει μαλακά τα μαλλιά.) Αγαπημένο μου, μεγάλο, γερασμένο παιδί, πώς μπορείς και δεν το βλέπεις;!
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΡΟΥΜΠΕΚ: (Θυμωμένος): Γιατί επιμένεις τόσο να με αποκαλείς ποιητή;
ΙΡΕΝΕ: (Με διαβολικό βλέμμα): Γιατί πίσω από τούτη τη λέξη κρύβεται μια συγχώρεση, φίλε μου. Μια άφεση αμαρτιών... που καλύπτει σα μανδύας όλες τις αδυναμίες και τις ατέλειες. (Ξάφνου μ' άλλο τόνο.) Τότε, όμως, ήμουν ένας άνθρωπος! Είχα μια ζωή μπροστά μου,.. έν' ανθρώπινο πεπρωμένο να βαδίσω. Βλέπεις, όλα αυτά τ' άφησα,.. τα παράτησα, για να σ' υπηρετήσω... Ω, αυτοκτόνησα. Έκανα έγκλημα ασυγχώρητο στον εαυτό μου. (Μισοψιθυρίζοντας.) Και δεν μπορώ πια να επανορθώσω.