Προβλήματα στην ελληνική χημική ονοματολογία και ορολογία (Κώστας Ευσταθίου)

spiros · 3 · 7772

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855891
    • Gender:Male
  • point d’amour
Προβλήματα στην ελληνική χημική ονοματολογία και ορολογία (Κώστας Ευσταθίου)

Παρουσίαση στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ονοματολογίας & Ορολογίας της Χημείας, 22 Φεβρουαρίου 2014, ΕΕΧ.
 
Συχνά η ελληνική απόδοση πολλών παλαιών και νέων χημικών όρων και ονομασιών αποτελεί ένα πρόβλημα - πρόκληση. Τα προβλήματα αυτά -κάποια παλιά κάποια νεότερα- μπορούν να διακριθούν σε κατηγορίες όπως:
1) Προβλήματα στην κοινή (εμπειρική) ονομασία χημικών ουσιών.
2) Δυσκολίες στην απόδοση ονομασίας τάξεων χημικών ενώσεων και χημικών προϊόντων που οφείλονται στην ανάμιξη και συχνά διασταυρούμενες αποδόσεις προθεμάτων λατινικής και ελληνικής προέλευσης.
3) Το πρόβλημα των αρκτικόλεξων και ακρωνύμων.
4) Ποικιλία στις αποδόσεις και χρήση βασικών χημικών όρων μεταξύ των ιδίων των Τμημάτων Χημείας διαφορετικών ελληνικών πανεπιστημίων.
5) Ορολογικώς προβληματικές αποδόσεις βασικών ονομασιών τεχνικών και οργάνων στη χημική οργανολογία.
6) Διασταυρούμενες αποδόσεις βασικών στατιστικών όρων

...
Problems in Chemical Nomenclature and Terminology
« Last Edit: 08 Jul, 2017, 07:39:24 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855891
    • Gender:Male
  • point d’amour
5,6-διυδροξυινδολο-2-καρβοξυλικό οξύ

(1) Δεν τονίζονται τα προτασσόμενα (ένας τόνος ανά ένωση -όσο μεγάλη και αν είναι η ονομασία- και στο τέλος, εκτός αν αποτελείται από δύο ξεχωριστές λέξεις, π.χ. "ακετοξικός αιθυλεστέρας").

(2) Τα προτασσόμενα συγκόπτονται (όχι ως ουσιαστικά): ινδολο- (όχι '"ινδόλιο" ή "ινδόλη"). Αν η αγγλική ονομασία καταλήγει σε -ol, τότε έχουμε ελληνική απόδοση σε -όλη (phenol → φαινόλη). Αν η κατάληξη είναι -ole μπορεί η ελληνική απόδοση να είναι -όλιο (indole → ινδόλιο) αλλά και -όλη (anisole → ανισόλη)

(3) "ινδόλιο" και όχι "ινδόλη" (παραπέμπει σε αλκοόλη ή φαινόλη). Γενικά, οι χημικοί προτιμούν το ουδέτερο γένος, το θηλυκό το συνηθίζουν (και όχι πάντοτε, οι γιατροί): "νικοτιναμίδιο" οι χημικοί, "νικοτιναμίδη" πότε-πότε οι γιατροί.


εικοσιοκτανόλη (C28H57OH). Πρόκειται για "συστηματική" και όχι εμπειρική ονομασία, επομένως πρέπει να αποδοθεί με την αντίστοιχη ελληνική συστηματική ονομασία. Μητρικός υδρογονάνθρακας:  εικοσιοκτάνιο (octacosane, C28H58).

Παρατήρηση: Η αντιστροφή δεκάδων-μονάδων που χρησιμοποιείται στην ξενική ονομασία υδρογονανθράκων, π.χ. hexadecane, δεκαεξάνιο (C16H34) ξεκινά από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι επιστήμονες, οι οποίοι καθιέρωσαν τη βασική χημική ονοματολογία, χρησιμοποιούσαν την αρχαιοελληνική γλώσσα και όχι τη σύγχρονη ελληνική (16: εξακαίδεκα).



Παρατήρηση: Η κατάληξη "-οϊκό οξύ" είναι η συνιστώμενη πλέον από την IUPAC στη συστηματική ονομασία των αλειφατικών οξέων αντί της παλαιότερης (και ακόμη σε χρήση) κατάληξης "-ικό οξύ", π.χ.

"μεθανοϊκό οξύ" αντι του "μεθανικό οξύ", HCOOH
"αιθανοϊκό οξύ" αντί του "αιθανικό οξύ", CH3COOH
"προπανοϊκό οξύ" αντί του "προπανικό οξύ", C2H5COOH

Κυρίως: Πολυγαλακτικό οξύ, λόγω της "παραδοσιακής" ελληνικής απόδοσης:  lactic acid: γαλακτικό οξύ.

Το λατινικής προέλευσης θέμα λακτ-, διατηρείται στη λακτόζη (lactose) =  δισακχαρίτης γαλακτόζης (galactose) και γλυκόζης (glucose) ,
όπως και στα πολυλακτίδια, λακτόνες, λακτάμες (που είναι οικογένειες ενώσεων).

Η ανόργανη ονοματολογία είναι ένας μεγάλος χαμός στα αγγλικά -με μεγάλη ευθύνη της IUPAC που υιοθετεί κανόνες για συγκεκριμένες ενώσεις, ενώ για άλλες παρόμοιες όχι- και ακόμα μεγαλύτερος στην μεταφορά των αγγλικών στα ελληνικά. (Για ab initio βαφτίσια στα ελληνικά, το πρόβλημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο). Για τον λόγο αυτό, σε όλες τις δημοσιεύσεις ανόργανης και βιοανόργανης Χημείας τείνει να μπαίνει δίπλα στο όνομα μιας σύνθετης ρίζας ή ενός συμπλόκου και ο συντακτικός (ή αν δεν υπάρχει πρόβλημα παρανόησης μόνο ο μοριακός) τύπος, σε αντίθεση με αυτές της οργανικής, όπου η συστηματική ονομασία αρκεί. Το πρόθεμα δι- θα πρέπει να μπαίνει μόνο όταν στα αγγλικά υπάρχει το αντίστοιχο di-, π.χ.:
disulfite = το διθειώδες ανιόν, S2O52-.
Επίσης, ως διθειικό οξύ (disulfuric acid), συνήθως αναφέρεται το ατμίζον (fuming sulfuric acid) ή ελαιώδες θειικό (oleum) ή πυροθειικό οξύ (pyrosulfuric acid), H2S2O7.

Γενικοί κανόνες για την διάκριση μεταξύ -ite και -ate:
  • Η ονομασία πολυατομικών ή συμπλόκων ανιόντων προκύπτει από το όνομα του κεντρικού ατόμου με την κατάληξη -ικό (-ate), π.χ.: K3[Fe(CN)6]: εξακυανοσιδηρικό κάλιο(ΙΙΙ) / potassium hexacyanoferrate(III)
  • Η κατάληξη -ώδης (-ite) χρησιμοποιείται για να υποδείξει κατώτερη (από την συνήθη) οξειδωτική βαθμίδα, π.χ.: NaNO2: νιτρώδες νάτριο / sodium nitrite.

Συνήθως τα οξείδια ονομάζονται με βάση τον αριθμό των ατόμων οξυγόνου που περιέχουν και αυτό μόνο σε περιπτώσεις που υπάρχουν περισσότερα οξείδια του στοιχείου. Έτσι "τετροξείδιο του αζώτου" είναι αρκετό. Αντίστοιχα έχουμε: πεντοξείδιο του φωσφόρου (P2O5), επτοξείδιο του μαγγανίου (Mn2O7). Έχουμε τριοξείδιο του σιδήρου (Fe2O3) επειδή έχουμε και FeO (μονοξείδιο), όχι όμως τριοξείδιο του αργιλίου (Al2O3), επειδή δεν υπάρχει άλλο είδος οξειδίου του αργιλίου.
Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις, εξαιρέσεις επί εξαιρέσεων, ιστορικές και τυποποιημένες πλέον ονομασίες (π.χ. υποξείδια, υπεροξείδια, σεσκιοξείδια, επιτεταρτοξείδια), όπως και συχνές ονομασίες με βάση το σθένος του μετάλλου, π.χ. οξείδιο του σιδήρου(ΙΙ), οξείδιο του σιδήρου(ΙΙΙ).
« Last Edit: 12 Mar, 2022, 12:12:14 by spiros »




 

Search Tools