English Greek smiths glossary
arrowsmith | βελοποιός, κατασκευαστής βελών, βελουργός |
blacksmith | σιδεράς, σιδηρουργός, μεταλλουργός |
clocksmith | ωρολογοποιός, ρολογάς |
coppersmith | χαλκουργός, χαλκωματάς, μπακιρτζής |
goldsmith | χρυσοχόος, χρυσοτέχνης, χρυσοπώλης, κοσμηματοπώλης, χρυσικός |
gunsmith | οπλουργός, οπλοποιός |
ironsmith | σιδεράς, σιδηρουργός |
metalsmith | μεταλλουργός |
platinumsmith | λευκοχρυσοχόος, πλατινάς, πλατινατζής |
silversmith | αργυροχόος, αργυροτέχνης, αργυροτεχνίτης |
smith | σιδεράς, σιδηρουργός, μεταλλουργός |
swordsmith | ξιφουργός, ξιφοποιός |
tinsmith | λευκοσιδηρουργός, τενεκετζής |
weaponsmith | οπλουργός, οπλοποιός |
whitesmith | λευκοσιδηρουργός, τενεκετζής, μεταλλοστιλβωτής |
wordsmith | λογοπλάστης, λεξοπλάστης, λεξιπλάστης, τεχνίτης του λόγου, μάστορας του λόγου |