Από την Οδύσσεια στην Ιλιάδα (του Δ. Ν. Μαρωνίτη)

wings · 2 · 13557

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 74345
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Από την Οδύσσεια στην Ιλιάδα

Προκλητικά «Πάνω νερά» .
Η ολοκλήρωση της μετάφρασης ενός σκληρού και ακατάδεκτου ομηρικού έπους

του Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ | Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Κομμένες φράσεις από τον τόμο Ομήρου Ιλιάς, Ραψωδίες Α-Μ,Μετάφραση - Επιλεγόμενα Δ.Ν.Μαρωνίτης ,που κυκλοφορεί ήδη στις εκδόσεις Άγρα. Από εκεί και η φράση «πάνω νερά» στον τίτλο αυτής της σελίδας,που είναι κλεμμένη,μέσω Σαββίδη,από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα (Θερινό Ηλιοστάσι, Θ') του Γιώργου Σεφέρη.Αποτυπωμένος στους επόμενους στίχους κάπως προκλητικά: Όμως να λάμνεις στον σκοτεινό ποταμό/ πάνω νερά/ να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο/ στα τυφλά,πεισματάρης . Που πάει να πει στη δική μας περίπτωση: γυρεύοντας την προηγούμενη Ιλιάδα μετά την επόμενη Οδύσσεια. Γιατί και πώς,είναι μεγάλη ιστορία,που δεν έχει θέση εδώ. Ας πούμε ότι η συντελεσμένη μετάφραση του δεύτερου έπους έγινε μάθημα για την ασυντέλεστη ακόμη μετάφραση του πρώτου,που έφτασε ωστόσο στη μέση του δρόμου, προσβλέποντας στο τέρμα του.Τα δύο πάντως κορυφαία έπη της αρχαϊκής επικής ποίησης (είτε συνθεμένα από τον ίδιο ποιητή είτε όχι,όπως το ήθελαν οι αλεξανδρινοί χωρίζοντες) έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ τους αλλά και βαθιές διαφορές. Και εδώ βρίσκεται ο κόμπος της ιλιαδικής μετάφρασης,που πρέπει να τα βγάλει πέρα και με τις πρώτες και με τις δεύτερες. Επιμένοντας περισσότερο στις διαφορές,θυμίζω ότι η Ιλιάδα είναι έπος πολεμικό: δραματοποιεί, ανατέμνει και συμπυκνώνει τον δεκάχρονο τρωικό πόλεμο σε τετραήμερο ιλιαδικό πόλεμο που καταλήγει σε ισόπαλη τραγωδία: ο θάνατος του Πατρόκλου ισοφαρίζεται με τον θάνατο του Έκτορα.

Γενικότερα: η Ιλιάδα είναι έπος σκληρό και ακατάδεχτο· δεν σαγηνεύει τον ακροατή, όπως η αγαπησιάρα Οδύσσεια, με διηγήσεις απολόγους,που ακούγονται στο πλαίσιο ενός μεταπολεμικού νόστου,όταν ο μεγάλος κίνδυνος έχει περάσει.Τόσα φτάνουν προς το παρόν.Τα υπόλοιπα ανήκουν στην προθυμία και στην κρίση του ακροατή-αναγνώστη.



1. Παραβατικό προοίμιο (Α 1-7)

Τον άγριο θυμό, θεά, τραγούδησε του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα, ολέθριο θυμό, που τόσα πάθη φόρτωσε στους Αχαιούς, τόσες γενναίες ψυχές κατέβασε στον Αδη ηρώων ψυχές, κι άφησε λεία στα σκυλιά τα σώματά τους, στα λαίμαργα όρνια, έτσι που συντελέστηκε η βουλή του Δία, αφότου μεταξύ τους χώρισαν και πήραν να διχογνωμούν του Ατρέα ο γιος, ο πρώτος του στρατού, κι ο θείος Αχιλλέας.

2. Απόλλων τιμωρός: λοιμός (Α 43-520)

Πατώντας τις κορφές του Ολύμπου, πήρε να κατεβαίνει χολωμένος, με τόξο και κλειστή φαρέτρα στους ώμους κρεμασμένα, τα βέλη μεταξύ τους να χτυπούν. Κι όπως κινούσε οργίλος ο θεός, φάνηκε σαν τη μαύρη νύχτα σκοτεινός.

Έπειτα πήρε θέση από τα πλοία απόμακρα κι άρχισε να τοξεύει- τρομαχτική η κλαγγή του αργυρού τόξου ακούστηκε.

Πρώτα τις μούλες τόξεψε, τα γρήγορα μετά σκυλιά, τέλος επάνω τους τα αιχμηρά του βέλη ρίχνει-τους εξόντωνε.

Φλόγιζαν οι φωτιές με τους νεκρούς αδιάκοπα.

3. Ιλιαδικός πόλεμος
α) Συμβολή των αντιπάλων (Δ 446-451)


Όταν οι δυο στρατοί συνέπεσαν στον ίδιο χώρο, συνέβαλαν σκουτάρια, δόρατα και τις ανάσες τους πολεμιστές χάλκινους θώρακες ντυμένοι.

Κι όταν συγκρούστηκαν οι αφαλωτές ασπίδες, ακούστηκε ορυμαγδός ανήκουστος· αχώριστοι οι αλαλαγμοί κι οι στεναγμοί όσων τον όλεθρο σκορπούσαν κι εκείνων που στον όλεθρο γλιστρούσαν, καθώς το αίμα τους πλημμύριζε τη γη.

β) Σύμπτωση των αντιπάλων (Δ 539-544)

Με τέτοια πλούσια σοδειά της μάχης, παράπονο κανείς δεν θα ΄χε. Φτάνει να το μπορούσε να ΄ναι εκεί. Αλάβωτος απ΄ τον χαλκό, να τριγυρνά απρόσβλητος στη μέση· από το χέρι του να τον κρατεί προστάτης του η Αθηνά Παλλάδα, και κάθε φονική βολή μακριά του να τη διώχνει.

Γιατί τη μέρα εκείνη Τρώες αρίθμητοι κι ισάριθμοι Αχαιοί, πεσμένοι πίστομα πάνω στη σκόνη, έγιναν αξεχώριστοι στο πλάι ο ένας του αλλουνού, τυμπανισμένοι.

γ) Ο πιο συμπαθής νεκρός (Δ 473-489)

Τότε ξεχώρισε και σκότωσε ο Τελαμώνιος Αίας του Ανθεμίωνα τον γιο, παλικαράκι ανύπαντρο.

Τον είπαν Σιμοείσιο, γιατί στις όχθες του Σιμόη η μάνα του τον γέννησε, από την Ίδη κατεβαίνοντας, όπου μαζί με τους γονείς της πήγε να δει τα πρόβατά τους.

Όμως ο γιος δεν πρόλαβε να ανταποδώσει στους δικούς του τα τροφεία· τόσο νωρίς του κόπηκε το νήμα της ζωής, τον δάμασε το δόρυ του μεγαλόψυχου Αίαντα.

Καθώς το παλικάρι προπορεύτηκε, τον σημαδεύει και τον βρίσκει στο δεξί βυζί· χάλκινο το κοντάρι, περνώντας απ΄ τον ώμο, βγήκε αντίκρυ.

Κι όπως κυλίστηκε στο σκονισμένο χώμα, έμοιασε με μια σκούρα λεύκα, πλάι σε μεγάλο βάλτο φυτρωμένη, ψηλόλιγνη, σε υγρό λιβάδι, με τα κλαδιά να στεφανώνουν μόνον την κορφή της· αμαξομάστορης την είδε, και με το μαύρο του πελέκι την τσεκούρωσε, να την λυγίσει σε τροχόγυρο για το περίλαμπρο άρμα του, κι αυτή πεσμένη τώρα στου ποταμού την όχθη αποξηραίνεται· όμοια τον Σιμοείσιο, βλαστάρι του Ανθεμίωνα, ο θείος Αίας τον κλάδεψε και τον γυμνώνει.

4. Γλαύκος προς Διομήδη: περί γενεής (Ζ 144-149)

Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου;

Όπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή· τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης.

Έτσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται.

5. Εκτορος και Ανδρομάχης ομιλία

α) Η συνάντηση (Ζ 390-406)


Την οικονόμο ακούγοντας, άφησε πίσω του το αρχοντικό ο Έκτορας, και βιαστικός πήρε ξανά την ίδια οδό και τους καλοστρωμένους δρόμους, ώσπου, διαβαίνοντας την τειχισμένη πόλη, στις πύλες έφτασε που λέγονται Σκαιές, απ΄ όπου κι έμελλε να βγει στον κάμπο του πολέμου.

Κι εκεί την είδε· να τρέχει προς το μέρος του πολύδωρη η Ανδρομάχη, η θυγατέρα του Ηετίωνα, που άλλοτε κατοικούσε στη δασωμένη Πλάκο, στη Θήβα, στα ριζά της Πλάκου, όπου βασίλευε στους Κίλικες- αυτού η κόρη ήταν δοσμένη στον χαλκοφορεμένο Εκτορα.

Εκεί τον συναπάντησε-στο πλάι η παραμάνα με το αθώο παιδί στην αγκαλιά, νήπιο ακόμη, τον ακριβό της Εκτορίδη, σαν άστρο λάμποντας.

Ο Έκτορας τον έλεγε Σκαμάνδριο, οι άλλοι όμως Αστυάνακτα, γιατί ο πατέρας του ήταν εκείνος που κρατούσε της Τροίας το κάστρο.

Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε, οπότε η Ανδρομάχη βουρκωμένη πλησιάζει, δένει το χέρι της στο χέρι του κι είπε μιλώντας.

β) Ο χωρισμός (Ζ 482-489)

Τέλειωσε, κι έδωσε τον γιο του στα χέρια της αγαπημένης του γυναίκας· τον υποδέχτηκε εκείνη στον μυρωμένο κόρφο της με δακρυσμένο γέλιο. Την είδε ο Εκτορας και τη λυπήθηκε, το χέρι του άπλωσε, τη χάιδεψε και την προσφώνησε μιλώντας: «Αλόγιστη, μην τον αφήνεις τον καημό τόσο να τυραννάει τον νου σου· αφού κανείς δεν πρόκειται, πριν απ΄ την ώρα μου στον Αδη να με στείλει. Ετσι κι αλλιώς δεν ξέρω εγώ κανέναν, από τη μέρα που γεννήθηκε, να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του, μήτε ο γενναίος μήτε κι ο δειλός.»

Την Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου, ώρα 8 μ.μ., θα γίνει η παρουσίαση του τόμου «ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, ραψωδίες Α-Μ, Μετάφραση - Επιλεγόμενα Δ. Ν. Μαρωνίτης, ΑΓΡΑ» στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 260). Συζητούν και διαβάζουν ο Βασίλης Παπαβασιλείου και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης.

Πηγή: εφημερίδα Το Βήμα
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 74345
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σκέψεις με αφορμή τη μετάφραση της Ιλιάδας από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη

Ομήρου Ιλιάς, Ραψωδίες Α-Μ, μτφρ. - επιλεγόμενα: Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. Άγρα 2009, σελ. 296, τιμή: 25 ευρώ

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ*

Η αλήθεια είναι ότι λίγα έχει να πει κάποιος μη ειδικός για το έργο του Ομήρου, τουλάχιστον από φιλολογική άποψη. Κριτικές αποτιμήσεις και (δια)κειμενικές αναφορές αναμένονται, φαντάζομαι, σ’ ένα απ’ τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο κείμενο της παγκόσμιας γραμματείας. Ας πούμε «ποίημα», αν η λέξη «κείμενο» φαντάζει εδώ ουδέτερη.

Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης καταθέτει ένα ακόμη σπουδαίο μεταφραστικό του επίτευγμα. Η ομηρική Ιλιάδα αποτελεί, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, ένα ποίημα που κινείται στο πλαίσιο -μπορεί φορές φορές να το ξεπερνά- μιας βαθιάς ποιητικότητας, μιας αστείρευτης πηγής εικόνων, στοχασμού και κατάδυσης στον βαθύτερο κόσμο του ανθρώπου. Συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο έργο αναφοράς για τ’ άδυτα του ανθρώπινου αλλά και μετα-ανθρώπινου και θεϊκού, πηγαδιού που λέγεται «ψυχή» ή «είναι» ή «όντως ον». Αλλιώς: που λέγεται «ποίηση», λέγεται εν γένει «τέχνη», λέγεται «φιλοσοφία».

Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης ξεκίνησε αντίστροφα τη σκληρή δουλειά στο ομηρικό έργο. Ενώ χρονολογικά η Ιλιάδα προηγείται της Οδύσσειας, κι ενώ οι ομηριστές καταθέτουν, μεταξύ άλλων, πως ενδέχεται ο συγγραφέας της Οδύσσειας να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτό της Ιλιάδας, ίσως μαθητής του, ο μεταφραστής, όσο απλή κι αν ακούγεται η λέξη, περαίωσε πρώτα την Οδύσσεια. Κι αυτό, όπως αναφέρει ο ίδιος, σαν μια ανάβαση απ’ τον μαθητή στον δάσκαλο, απ’ τη μαθητεία στη σοφία. Τα γνωστά σεφερικά «πάνω νερά», υπότιτλος άλλωστε των Επιλεγομένων του μεταφραστή.

Κι όμως, αν συγκρίνει κανείς τα δύο έργα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Μαρωνίτη, ας μας επιτραπεί η γενική κτητική, θ’ αντιληφθεί αμέσως πως ο εργάτης της μετάφρασης τα είδε ως έργα τόσο διακριτά όσο και αξεχώριστα, τουλάχιστον μέσα στο ίδιο του το εργαστήρι - βιωματικό καταπώς φαίνεται, αφοσιωμένο καταπώς βιώνεται.

Δεδομένης της μεταφραστικής δεινότητας του Δ. Ν. Μαρωνίτη, διαβάζοντας ή απρογραμμάτιστα διατρέχοντας το κείμενο της Ιλιάδας, αναρωτιέσαι αφενός για τη συνέχεια της ίδιας της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου για το πώς ο Όμηρος, αν υποθέσουμε ότι ζούσε στις μέρες μας, θα έγραφε αυτό το έργο ή ένα ανάλογο. Βέβαια, παρότι μοιάζει με παραδοξολογία αυτή η αναγωγή σ’ έναν σημερινό Όμηρο, με μια σύντομη, έστω, ματιά στον ρυθμό και στις λέξεις του πρωτοτύπου, γίνεται αυτόχρημα αντιληπτό πως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης καταβυθίστηκε πλήρως στο ομηρικό έργο, το έκανε δικό του, χωρίς στιγμή να ξεχάσει πως έχει λάβει το βαρύ χρέος που αναλογεί στον μεταφραστή, στον αυτόκλητο, κι εδώ είναι το σημαντικό, περατάρη απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη, απ’ αυτήν του πρωτοτύπου σ’ αυτήν του μεταφρασμένου κειμένου, ενός έργου τέτοιου βεληνεκούς.

Είναι όμως εντελώς «άλλη» αυτή η γλώσσα; Ενώ τα λαγαρά νεοελληνικά του Δ. Ν. Μαρωνίτη τρέχουν ορμητικά, σε διάσπαρτα σημεία του ποιήματος, ας επιμείνουμε σ’ αυτό τον χαρακτηρισμό, είτε εντάσσονται λέξεις απευθείας απ’ τον Όμηρο είτε συνιστούν δημιουργήματα του ίδιου του μεταφραστή είτε, πάλι, αποτελούν τις πιο εύστοχες των επιλογών που μια γλώσσα προσφέρει.

Η χρήση λέξεων του πρωτοτύπου είναι άραγε κάποια αντίφαση, είναι μήπως αδυναμία μεταφοράς, είναι, λες, μια επιλογή που αντικατοπτρίζει τη συνέχεια της γλώσσας και διατηρεί, όπου χρειάζεται, τον ρυθμό, τον τρόπο και το ανυπέρβλητο ύφος του ομηρικού κειμένου;

Ας αρχίσουμε από τα «εύκολα». Όταν καταπιάνεσαι και φέρεις σε πέρας ένα τέτοιο έργο, με αυτό το αποτέλεσμα, είναι απολύτως περιττό να γίνεται λόγος για αδυναμία. Ποια ομορφότερη λέξη να βρει κανείς για τον «νεφεληγερέτη Δία» [Ε 888], για τον «Γερήνιο» Νέστορα [Κ 102] ή για τη μετάφραση του «ταλασίφρονος» Οδυσσέα ως «καρτερόψυχου» [Λ 466];

Απ’ την άλλη, όπως ίσως θα ’λεγε κι ο ίδιος ο Δ. Ν. Μαρωνίτης -μια εικασία ενδεχομένως αυθαίρετη-, κι εδώ δικαιολογείται η δική του φράση περί γενετικής εμπιστοσύνης στη μετάφραση (βλ. σ. 280), η όποια αντίφαση μπορεί και να δικαιολογείται από τις ίδιες τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη ζωή καθαυτήν.

Τέλος, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, όχι μόνον ανέλαβε να μεταφέρει τον Όμηρο στην τρέχουσα γλώσσα, αλλά το ποιητικό του οπλοστάσιο ξεδιπλώθηκε αφειδώς, διαπερνώντας αιώνες επί αιώνων της ελληνικής ποίησης. Αυτό αποτελεί, απ’ τη μια, δείγμα συνέπειας της γλώσσας και απόλυτης πρόσληψής της απ’ τον μεταφραστή, και κανείς, απ’ την άλλη, δεν θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει πως σ’ αυτό το έργο θα μπορούσε να συνοψιστεί η εξέλιξή της.

Η εικονοποιία του Ομήρου, η γλώσσα του, το πάθος της αφήγησης, ο κορεσμός του ανθρώπου, ο κορεσμός του αίματος, καθώς και το ρίγος της συγκίνησης που μεταβιβάζει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, το αμέτρητο βάθος της κατανόησής του, το επίκαιρο, διαχρονικό και ευτυχές του μεταφραστικό άλγος προσκομίζονται ατόφια σ’ αυτή την κατάθεση.

Μένει μόνο ν’ αποδειχθεί κατά πόσον όλο το έργο -πρωτότυπο, μεταφραστικό και δοκιμιακό- του Δ. Ν. Μαρωνίτη αποτελεί ένα ενιαίο σώμα. Κι ελπίζω πως δεν απέχουμε πολύ απ’ την αναντίρρητα καταφατική απάντηση.

* Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής

Πηγή: εφημερίδα Αυγή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



 

Search Tools