φάρσα: δευτερεύουσα έννοια ως γέμιση (δεν υπάρχει στα γενικά λεξικά)
Στα αρχαία
ἀλλᾶςφάρσα (η) {χωρ. γεν. πληθ.}
1. κωμικό θεατρικό έργο που χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εναλλαγή απρόοπτων κωμικών παρεξηγήσεων
2. το να ξεγελάσει ή να φέρει σκόπιμα σε αμηχανία κανείς κάποιον, με σκοπό να προκαλέσει με παιγνιώδη διάθεση το γέλιο των άλλων: κάνω | σκαρώνω ~ σε κάποιον || αθώα | κακόγουστη | τηλεφωνική | πρωταπριλιάτικη ~. — φαρσικός, -ή, -ό.
[ΕΤΥΜ. < ιταλ. farsa < γαλλ. farce, αρχική σημ. «κωμικό επεισόδιο που παρεμβαλλόταν ως ιντερμέδιο στα θρησκευτικά δράματα», < ρ. farcir < λατ. farcire «πληρώ, γεμίζω»].
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
φάρσα ή φαρς (farce)
Όρος που χρησιμοποιείται για τη γέμιση ή για τροφές που περιέχουν γέμιση.
Λεξικό όρων - Cooklos.gr
Φάρσα
Είναι η παρασκευή μιας γέμισης για λαχανικά, κρεατικά, πίτες, θαλασσινά.
Το λεξικό της κουζίνας - Συνταγές Μαγειρικής με νου
Αν θέλουμε μπορούμε να προσθέσουμε στη φάρσα και διάφορα αποξηραμένα φρούτα της αρεσκείας μας αφού πριν τα μαλακώσουμε σε λίγο καυτό νερό για 2-3 λεπτά ή σε κονιάκ για 10 λεπτά.
Γρήγορο στρούντελ με μήλα και αχλάδια | in.gr
farce
To stuff with forcemeat.
(figurative) To fill full; to stuff
farce - Wiktionary