plein à craquer → φίσκα, τίγκα, δεν πέφτει ούτε καρφίτσα, πατείς με πατώ σε, στριμόχωρα, στριμόκωλα, στριμωχτά, άβολα, στριμωξίδι του θανατά, σαν παστωμένες σαρδέλες, στριμωγμένος, στριμωγμένη, στριμωγμένο, στριμόκωλος, στριμόκωλη, στριμόκωλο, ξέχειλος
Frederique ·
2 · 938