Το πρόσωπο σκυμμένο μες στον χρόνο,
σαν σε γαβάθα με γάλα και ψωμί.
Σταύρος Ζαφειρίου, Εωθινόν [Ενότητα Το σώμα] Κάθε φορά που κατεβάζει ο κυνηγός ένα πουλί κάτι επαναλαμβάνεται στον χρόνο. Δεν είναι μόνον η ηχώ της ντουφεκιάς, (το αίμα ράβει σαν κλωστή την ενδυτή του αέρα) μα και η πτώση της ζωής που κάνει κύκλους. Που κάνει κύκλους, κύκλους, κύκλους, κύκλους, κύκλους, το άβατο ξετυλίγει τ’ ουρανού, τυλίγοντας του εωθινού τα μετακόσμια ξόρκια. Κάθε φορά που κατεβάζει ένα πουλί ο κυνηγός, μες στον καθρέφτη του πρωϊνού αποτραβιέται ο χρόνος. Έξω αφήνει μόνο μια στιγμή μετέωρη, σαν κόκκινο φτερό πάνω απ’ το σώμα. Μια ολομόναχη στιγμή, ν’ αντανακλά τον θάνατο στο σώμα. Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004) | Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο: (https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/01/Zafeiriou_SwmatosLogos_Ewthinon-e1546461690578.jpg) |
Έχω την εντύπωση ότι κάθε φορά που διαβάζω αυτό το ποίημα αποτραβιέται ο χρόνος.
Σταύρος Ζαφειρίου, Βλέποντας μια γυναίκα να πηγαίνει στη δουλειά της το πρωί
Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα,
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να 'ρθούν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες,
με ποιους παράφορους ανέμους ερωτεύεται
καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα.)
Μα να το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ' το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω στα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.
Αλλά ο καιρός είναι έξω∙
μέσα γυρίζει το ποτάμι χωρίς κύματα,
γάμους διασχίζοντας, τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας τον λαιμό.
Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.
Τούτη η γυναίκα, που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα. Στο τέλος της εικόνας της κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός,
μονάχα στον πόθο του ύπνου της
θυμάται ποια είναι.
Σταύρος Ζαφειρίου, Παράκλησις [Ενότητα Ο λόγος] Ποιο σώμα είναι αληθινό έξω από τη σκιά του, να ξεπερνά η φτέρνα του το γρήγορο σκοτάδι, να φτάνει πρώτο στο σημάδι της ζωής, ποιο σώμα έχει τη δύναμη να γίνει νοσταλγία, παράκληση επιστροφής από την ίδια οδό, κρατώντας από κάθε του εποχή όλα της τα φτιασίδια∙ τα ξύλινα αλογάκια, τα στρατεύματα, τις τρίπλες τις περίτεχνες, τα χαμηλά εκτελεσμένα κόρνερ, κρυψώνες και φυλλώματα, να μη βρεθεί η μέρα, εφόδους και κατάληψη του κόκκινου οχυρού, τα ξέφτια που απόμειναν οι αφισοκολλήσεις, τον παφλασμό του έρωτα, το άναφρο της αγάπης και να θυμάται: μια φορά κι έναν καιρό, καθώς τρεχούμενα νερά τρώγανε τα λιθάρια... Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004) | Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο: (https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/01/Zafeiriou_SwmatosLogos_Paraklisis-e1546462000937.jpg) |
Σταύρος Ζαφειρίου, Αρτοκλασία [Ενότητα Ο λόγος] Σώμα, προζύμι της στοργής, ψωμί διακονεμένο, κόρα και ψίχα, τρίμματα σε ξέστρωτο τραπέζι, να ’ρχονται νύχτα οι μάρτυρες να σε μεταλαβαίνουν, να ’ρχονται οι αφανέρωτοι κι οι καιροφυλαγμένοι, να λένε το απόδειπνο, να λειτουργούν τον όρθρο, να δένουν στο μαντίλι τους το αντίδωρο του λόγου, να ’ρχονται κι οι παράκλητοι∙ με τα στεγνά τους χέρια να γράφουν τα ονόματα των ανακαλεσμένων. Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004) | Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο: (https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/01/Zafeiriou_SwmatosLogos_Artoklasia-e1546432652450.jpg) |
Ε, ώρα είναι να μας πεις, Ανάστο, ότι η Βαλ. έθεσε το θέμα καλύτερα κι απ' τον Σταύρο. Σας έχω άξιες. :Ρ
Τελικά, πού πάει όλος ο κόσμος τα Σαββατόβραδα; Θα μου πει κανείς ή με την απορία θα μείνω;
Οι κάτοικοι του ορίζοντα θερίζουν βρώμη δίπλα απ’ τις ψυχές∙ μικροφγραφώντας τα βουνά φέρνουνε πιο κοντά τις κορυφές με την καρδιά τους. Όμως τον μήνα | των σκιών, καθώς στομώνουν ένα ένα τα δρεπάνια, σκουπίζουν τον ιδρώτα απ’ τις παλάμες τους, ντύνονται ρούχα καθαρά κι εκεί, στον δρόμο του άρματος, | προτού οι τροχοί τη σκόνη ξεσηκώσουν, χύνουν κρασί, κόβουν στη μέση το ψωμί και το αφήνουν. Μισό για πρωτοσέλιδο, μισό για επιφυλλίδα. |
Σταύρος Ζαφειρίου, Συλλείτουργο [Ενότητα Το σώμα] Μα ούτε φαντάστηκε ποτέ ότι μπορεί να λιώσει η σάρκα της σε μια φωτογραφία. Απόμειναν τα κόκαλα μονάχα –τι καλοκαίρι αυτό γεμάτο ασέλγεια, ζωσμένο από θρυλούμενα παλιών πολιτειών, στενοί γοφοί ασμίλευτοι, σαν φως που δεν διαθλάται, στήθη μικρές υπεκφυγές, ακάλυπτα στη μοίρα, πεσμένη πίστομα, κραυγή απ’ τη διακόρευσή της, σπαθιές νυχιών στους ώμους της, επιδρομή ενστίκτων, ταχύκαρδο φτερούγισμα πουλιού, αδέξια στην ξόβεργα πιασμένου. τι καλοκαίρι αυτό, συλλείτουργο σωμάτων, κάτω από τόξα γοτθικών παραφορών– τι καλοκαίρι, με τα κόκαλα στη στάση όπου μοχθούν να κάψουν τα προσχήματα. Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004) | Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο: (https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/01/Zafeiriou_SwmatosLogos_Sylleitourgo-e1546461831512.jpg) |
Σταύρος Ζαφειρίου, Succubus [Ενότητα Το σώμα] Μαστάρι μαύρου φεγγαριού που το αρμέγει η Σίβυλλα, να θρέψει μαύρη κόρη, κορμί ολάκερο γυμνό στο κέντρο του ιερού, ένυλη μνήμη ο ξεδιάντροπος χορός, το φλογισμένο φούσκωμα του στέρνου, ριγώντας μες στο παρελθόν∙ απ’ το σκοτάδι του είχε προφητέψει το πρόσταγμα του σώματος να γίνει αθανασία, να σβήσει η ύβρις του άμετρου και να γυρίσει ο κύκλος. Δεμένος πάνω στον τροχό ο θηλυκός της οίστρος, να διατρυπά την ύπαρξη και να ξαναφωτίζει οράματα ανυπόταχτα σε μια καινούρια τάξη, σκύλα, γυναίκα αδέσποτη, που ξεψυχά σαν θύελλα, καθώς γλείφει το αίμα από την άλω του στερνού της εραστή∙ να ο κόσμος, νέος, άχρονος, χωρίς μπροστά και πίσω, αληθινός σαν δωρητής, να ο αναγκαίος κόσμος, φτιαγμένος απ’ το τίμημα, όχι από τη συγγνώμη. Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004) | Η ξυλογραφία του Τάκη Τσεντεμαΐδη, η οποία ακολουθεί το ποίημα στο βιβλίο: (https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/01/Zafeiriou_SwmatosLogos_Succubus-e1546701224690.jpg) |
Ένα αποτρόπαιο θέαμα, βγαλμένο από σενάριο της πιο νοσηρής φαντασίας, αντίκρισαν το πρωί του Δεκαπενταύγουστου οι κάτοικοι του κέντρου της πόλης. Δεκάδες αδέσποτα κείτονταν νεκρά σε δρόμους, πλατείες και πάρκα, με εκφράσεις που αποτύπωναν τον μαρτυρικό θάνατό τους. Σύμφωνα με τους γιατρούς της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας, τα αδέσποτα εξοντώθηκαν με δηλητηριώδη ουσία (φόλα), η οποία αναμείχθηκε με παράγωγα κρέατος. Έργο ψυχοπαθούς χαρακτήρισε αυτή την ασύλληπτη στη βαρβαρότητά της εγκληματική ενέργεια ο Προϊστάμενος της Αστυνομικής Διεύθυνσης, διαβεβαιώνοντας ότι θα γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη, αν και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις κάτι τέτοιο θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένης της απουσίας μαρτύρων. | «Είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τέτοια ανάξια για τον άνθρωπο πράξη», υπογράμμισε ο Δήμαρχος στις δηλώσεις του, συνεχίζοντας: «Τα αδέσποτα είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Μάθαμε να ζούμε μ’ αυτά κι εκείνα μαζί μας. Ίσως είμαστε η μοναδική αστική περιοχή, όπου τ’ αδέσποτα απολαμβάνουν τη φιλική διάθεση αρχών και κατοίκων. Ελπίζουμε και ευχόμαστε, το απεχθές αυτό περιστατικό να μην έχει συνέχεια, και όποιος ή όποιοι διέπραξαν τούτο το έγκλημα να αντιμετωπίσουν σύντομα τη δικαιοσύνη.» |