encapsulated → έγκλειστος, έγκλειστη, έγκλειστο, ενθυλακωμένος, ενθυλακωμένη, ενθυλακωμένο, ενσωματωμένος, εγκιβωτισμένος, εγκλεισμένος, θυλάκωση, ενθήκωση, περιβλημένος, περιβεβλημένος, εσωκλειόμενος, περικλεισμένος σε κάψουλα, συμπυκνωμένη μορφή, εγκεκυστωμένος, εγκυστωμένος
iogo ·
4 · 2183