ongoing → συνεχιζόμενος, συνεχιζόμενη, συνεχιζόμενο, αδιάλειπτος, παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο, τρέχων, τρέχουσα, τρέχον, αδιάκοπος, αδιάκοπη, αδιάκοπο, εν εξελίξει, υπό εξέλιξη, αδιαλείπτως, εν ενεργεία, που βρίσκεται σε εξέλιξη, που συνεχίζεται, διεξαγόμενος, τεκταινόμενος, που ενημερώνεται συνεχώς

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 851295
    • Gender:Male
  • point d’amour
ongoing → συνεχιζόμενος, συνεχιζόμενη, συνεχιζόμενο, παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο, τρέχων, τρέχουσα, τρέχον, αδιάκοπος, αδιάκοπη, αδιάκοπο, εν εξελίξει, αδιαλείπτως, εν ενεργεία, που βρίσκεται σε εξέλιξη, που ενημερώνεται συνεχώς, που συνεχίζεται
« Last Edit: 23 Sep, 2018, 17:10:47 by spiros »




 

Search Tools