σφαιροειδές/κωνοειδές ρύγχος, ρύγχος σε σχήμα σφαίρας
ρύγχος το [ríŋxos] Ο46 : 1.το στόμα και η μύτη ζώου ή ψαριού, που εμφανέστατα εκτείνεται προς τα εμπρός και προεξέχει από το υπόλοιπο κεφάλι: Mακρύ / οξύ ~. Tο ~ ενός ψαριού. ~ χοίρου· (πρβ. μουσούδι). 2. (μτφ.) το οξύ εμπρόσθιο άκρο (μέρος ή τμήμα) οργάνου, κατασκευής κτλ.: Tο ~ ενός αεροπλάνου.
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη