Βαλ, μείωσε λίγο τους υπερθετικούς βαθμούς στη συγκεκριμένη περίπτωση ή μάλλον κράτα τους για κάποια άλλη περίπτωση που θα είναι απολύτως απαραίτητοι.
Οι συνεντεύξεις με ανθρώπους έξυπνους, καλλιεργημένους και ταγμένους σε όσα έχουν καταπιαστεί δεν είναι εύκολη ιστορία. Οι φτασμένοι δημοσιογράφοι που αναφέρεις (δεν ξέρω ποιους εννοείς μια και μιλάμε για συνέντευξη με έναν καλό λογοτέχνη) πρέπει να είναι πολύ καλά διαβασμένοι και εξαιρετικά καλλιεργημένοι οι ίδιοι ως άτομα για να καταφέρουν να επικοινωνήσουν πραγματικά μέσα σε μια ωρίτσα με κάποιον που σίγουρα έχει πολλά να πει γιατί αλλιώς δεν θα του παίρνανε συνέντευξη.
Πάμε τώρα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Εκτός από το γεγονός ότι είναι πάνω από μισό αιώνα απόλυτα αφοσιωμένος και συνεπής στα γράμματα και ότι ο ίδιος είναι εξαιρετικός φιλόλογος και καλός ποιητής και πεζογράφος, θα πρέπει να συνυπολογίζουμε πάντα ότι είναι ένας δύσκολος άνθρωπος ως χαρακτήρας, δεν προσεγγίζεται εύκολα σε προσωπικό επίπεδο (π.χ. σε επίπεδο παρέας) και φυσικά δεν κωλώνει και δεν μασάει τα λόγια του όταν απαντά στους «δημοσιογραφίσκους» (δικός του ο χαρακτηρισμός) γιατί αυτά που εκείνοι διαβάζουν για να τον ρωτήσουν, αυτός τα έζησε και τα εφάρμοσε σε δύσκολους καιρούς και πλήρωσε πολλαπλά τιμήματα. Δεν εννοώ μόνο την ομοφυλοφιλία, αλλά και τα προσωπικά του πιστεύω. Οπότε έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι πάμπολλων συνομιλητών του.
Ασφαλώς η συνέντευξη με τα παιδιά είναι καλύτερη, ακριβώς γιατί την πήραν παιδιά, που αυτά ξέρανε κι αυτά ρωτήσανε. Γιατί υπάρχουν και μεγάλοι που τόσα ξέρουν και τόσα ρωτάνε. Κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που είναι μάστορας στο να ελέγχει το ακροατήριό του (ανεξαρτήτως αριθμού ακροατών) και τους συνομιλητές του, λέει πάντα αυτά που ο ίδιος θέλει να πει (δεν εννοώ ότι αποφεύγει να απαντήσει σε ερωτήσεις, αλλά ότι απαντά και οδηγεί την κουβέντα και σε ό,τι άλλο του έρθει εκείνη τη στιγμή να αναφέρει), συχνά αφορίζει γιατί ξέρει ότι έτσι θα δημιουργήσει τις εντυπώσεις που ο ίδιος θέλει να δημιουργηθούν (ποτέ για προσωπικό του όφελος, δεν έχει τέτοιες μικρότητες) και, βεβαίως, δεν διστάζει και να στείλει στον αγύριστο αρκετούς απ' αυτούς που τον προσεγγίζουν για συνέντευξη. Και δεν είναι ο μόνος... δεκάδες άνθρωποι των γραμμάτων είναι σαν αυτόν, με τη διαφορά ότι αυτός είναι συν τοις άλλοις ένας δύσκολος άνθρωπος.
Κοντολογίς, μην πιάνεστε από 10 αφορισμούς-μεζεδάκια που λέει ο Χριστιανόπουλος σε κάθε συνέντευξη. Ο άνθρωπος έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος απ' όσο μπορεί να φανταστεί κανείς κι αυτό δεν θα το εισπράξετε από τις συνεντεύξεις του, αλλά διαβάζοντας αυτά καθαυτά τα γραφτά του. Αλλιώς τον αδικούμε κατάφωρα αν τον κρίνουμε μόνο από τις συνεντεύξεις του που οι φυλλάδες θέλουν να τις αναγάγουν σε μεγάλο γεγονός του τριμήνου, του εξαμήνου ή της χρονιάς κατά περίσταση. Είδατε τι λέει στην ερώτηση για τους μαθητές που βαριούνται την ποίηση: «Κακό του κεφαλιού τους!». Σε ό,τι πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι κοφτός και επιγραμματικός.
Όσον αφορά τη συνέντευξη προς τον Χρονά με την οποία ξεκίνησε το νήμα μας, δεν μίλησα ως τώρα, αλλά θα πω σήμερα μια κι έξω ότι τη θεωρώ ένα από τα πιο μέτρια πράγματα που έχω διαβάσει. Επειδή την υπογράφει ο Χρονάς την πρόσεξα, μα ομολογώ ότι με απογοήτευσε βαθύτατα. Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν τον Χρονά να ρωτά τόσο τετριμμένα και γνωστά πράγματα σε έναν άνθρωπο των γραμμάτων που έχει χιλιάδες πιο ενδιαφέροντα πράγματα να πει και να κάνει τώρα που είναι στη δύση της ζωής του - είχε μια ευκαιρία να πάρει μια σπουδαία συνέντευξη και την έχασε, κι οι στιγμές αυτές δεν ξαναγυρίζουν πίσω. Αυτές οι απόπειρες εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης με μέτριες απαντήσεις σε κάτω του μετρίου ερωτήσεις ίσως δείχνουν όαση σε μια εποχή έκπτωσης και πνευματικής στειρότητας, ωστόσο δεν παύουν να είναι κραυγαλέα υποτίμηση του μυαλού του μέσου Έλληνα.
Καταλήγω: δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε στις μέρες μας να πάρει μια ουσιαστική και αξιοπρεπή συνέντευξη από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Όχι γιατί ο ίδιος είναι ο σύγχρονος Αϊνστάιν αλλά γιατί όσοι τον προσεγγίζουν είναι χαβαλέδες, αμαθείς, στην καλύτερη περίπτωση μέτριοι και, κυρίως, «ακούλτουροι».