Μαρία Αρχιμανδρίτου: [Ο έγχρωμος, μικρόσωμος, άστεγος...]
Ο έγχρωμος, μικρόσωμος, άστεγος, που πουλούσε τη Streetwise έξω από το σουπερμάρκετ, υπονόμευε δραστικά τη διάθεσή μου να απολαύσω το φαγητό στο μικρό μου στούντιο.
Στα μάτια του μια αγωνία επιβίωσης έμοιαζε κόκκινη, το βλέμμα αεικίνητο, με ετοιμοπόλεμη την προσοχή. Χαμογελούσε διακριτικά, δείχνοντας φροντισμένα τη ραγισμένη ευγένεια ενός ανθρώπου που γνωρίζει πως κάθε ώρα της ζωής του είναι ένα δώρο, που πίσω του ίσως κρύβεται ένας τρόμος, κατά τη βούληση μιας τύχης που φυλάει στα σύννεφα τις διαθέσεις της. Αυτές τις διαθέσεις που ένα σκούρο σώμα τις χορεύει στη δική του προσευχή.
Η εφημερίδα των αστέγων υπήρξε αξιοπρεπές ως πρόσχημα για μια συνενοχή: αυτού που χρειαζόταν το κουράγιο να ζητήσει έλεος και αυτών που προσποιούνταν ότι έλεος είχαν και το διέθεταν σε κέρματα. Περισσεύματα πάντως της δικής τους επάρκειας. Και από τις δύο πλευρές το χρώμα της ντροπής κατάπληκτο.
Έδινα τακτικά ένα δολάριο γελώντας τη συνείδησή μου για να μ’ αφήνει ήρεμη να τρώω. Κάποια φορά είπα να περάσω αδιαφορώντας και έφαγα τον πληθυντικό επιούσιο σαν κλέφτης που βιαζόταν να οικειοποιηθεί ό,τι δεν του ανήκε. Αυτός ο πόλεμος συναισθημάτων!
Έξω γινόταν ένας άλλος πόλεμος που δεν φαινόταν πουθενά.
Ο καιρός υπήρξε γενναιόδωρος τον Μάιο, ήταν καιρός μειλίχιος, κατάλληλος για έναν περίπατο δίπλα στη λίμνη, σκέψεις ευφρόσυνες. Έπιανα όμως συχνά την ακοή μου την αλήθεια να προδίδει και να ακούει τη λίμνη σε άλλα χείλη θάλασσα και τότε αυτόματα ταξίδια υπέθετα με ηχηρές αναχωρήσεις και ανυπόμονες επιστροφές.
Από το ποιητικό βιβλίο Πόλεις του ανέμου (2005)