ο Θεός να κόβει μέρες από μένα [o θe'os na k'ovi m'eres ap'o m'ena] φρ
ο Θεός να κόβει μέρες από μένα
(προφ) = God, take my life Ο Θεός να κόβει μέρες από μένα και να στις δίνει, γιε μου! = God, take my life, so that you may be spared, my child!
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας