Η μετάφραση της φράσηςΔ. N. Mαρωνίτης |
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009 Θυμίζω περί τίνος πρόκειται: ψάχνω τις προβληματικές σχέσεις μεταξύ φράσης και μετάφρασης, με δεδομένο ότι τα δύο αυτά όψιμα ουσιαστικά της ελληνικής γλώσσας παράγονται από το ομηρικό ρήμα
φράζειν-φράζεσθαι, που οι σημασίες του κυμαίνονται, όπως έγραφα τις προάλλες, μεταξύ του «δείχνω-διακρίνω- αντιλαμβάνομαι» και του «συλλογίζομαι-αναλογίζομαι-σκέφτομαι». Με τους όρους αυτούς η φράση και η μετάφραση εμφανίζονται ως δύο διακριτά είδη λόγου, συγγενικά μεταξύ τους αλλά άνισα: πρωτότοκος και πρωτότυπος ο ένας λόγος, δευτερότοκος και δευτερότυπος ο άλλος· ηγεμονικός και εξουσιαστικός ο πρώτος, εξαρτημένος και υπηρετικός ο άλλος. Το αποτέλεσμα της άνισης αυτής μεταχείρισης, θεωρητικής και πρακτικής, ελέγχεται σε τρία τουλάχιστον κρίσιμα επίπεδα: στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα. Όπου ο φραστικός λόγος διεκδικεί αξιολογικό προβάδισμα, ενώ ο μεταφραστικός παραμένει αμήχανος και συνήθως χρεώνεται με αξιολογικό έλλειμμα. Αυτή ωστόσο η ισχυρή και διάχυτη προκατάληψη παραμορφώνει, κατά τη γνώμη μου, τη φύση και τα προϊόντα τόσο του φραστικού όσο και του μεταφραστικού λόγου. Χρειάζεται επομένως νηφάλιος έλεγχος, με την ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει από τον μονότονο μονόλογο κάποιος ωφέλιμος διάλογος.
Έγραφα πριν από δεκαπέντε μέρες ότι η ομηρική
Ιλιάδα αποτελεί καλό παράδειγμα, για να αμφισβητηθεί η αξιολογική διάσταση φραστικού και μεταφραστικού λόγου. Στον βαθμό που δύσκολα μπορεί κάποιος να υπερασπιστεί την υποδειγματική της αξία, αγνοώντας τόσο το μεταφράσιμό της απόθεμα όσο και το μεταφράσιμό της δυναμικό, εφόσον η «μετάφραση» διατηρεί και υπερασπίζεται το ευρύτερο και βαθύτερο νόημά της. Δηλώνοντας καταρχήν τη ριζοσπαστική χρήση και ανανέωση μιας πλούσιας και ευρηματικής επικής παράδοσης, σε όλα περίπου τα συστατικά κεφάλαια της αφηγηματικής ποίησης: στον μύθο και στη μυθοπλασία, στη γλώσσα και στη μετρική, στα πρωτεύοντα και στα δευτερεύοντα πρόσωπα, στους λογότυπους και στις τυπικές σκηνές, στο ήθος και στο ύφος.
Με τους όρους αυτούς η «μεταφραστική» συμπεριφορά της
Ιλιάδας δεν φαίνεται (και δεν θέλει) να είναι καθόλου συντηρητική· σε αποφασιστικά κεφάλαια αποδείχνεται μάλλον παραβατική έως ανατρεπτική· θα έλεγα πως ενίοτε μοντερνίζει, όταν δεν μεταμοντερνίζει. Υπερβάλλω, για να υποδείξω εξαρχής ότι η ομηρική
Ιλιάδα, θεμελιακό υπόδειγμα επικής ποίησης με παγκόσμιο κύρος, είναι εκ προθέσεως, και εξ αποτελέσματος, έργο ανοιχτό και ρευστό. Τούτο προφαίνεται αφενός στον τρόπο που διαχειρίζεται τόσο το μεταφράσιμο απόθεμα της προηγούμενης επικής ποίησης, όσο και τη δική της ενδιάθετη μεταφρασιμότητα (γλωσσική, αναγνωστική, κριτική), με την οποία εξάλλου εξασφαλίζει την επιβίωσή της. Που σημαίνει ότι η ομηρική
Ιλιάδα αποκρούει έμπρακτα το είδωλο ενός αμετακίνητου, αμετάφραστου, οιονεί ιερού λόγου, ενώ με τη μεταφραστική της συμπεριφορά αντιστέκεται στην ανιστορική της μυθοποίηση, που της έχει φορτώσει η σχολική, και όχι μόνον, παράδοση και πρακτική. Δύο παραδείγματα, στα οποία και άλλοτε έχω αναφερθεί.
Ως προς τον μύθο και τη μυθοπλασία, διαπιστώνεται διά γυμνού οφθαλμού η προφανέστερη παράβαση του ιλιαδικού έπους έναντι της ομόθεμης μυθικής παράδοσης του τρωικού κύκλου: έναν διαβόητο δεκάχρονο πόλεμο όχι μόνον τον συρρικνώνει σε τέσσερις μάχιμες ημέρες αλλά και τον κουτσουρεύει, κόβοντας τα εννέα πρώτα χρόνια του και τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβασή του· αντι- προτείνοντας ένα τέλος εκκρεμές και ισόπαλο, χωρίς νικητές και ηττημένους. Έτσι, από τον επεισοδιακό, παρατακτικό τρωικό μύθο και πόλεμο η
Ιλιάδα εκμαιεύει τον δικό της ιλιαδικό μύθο και πόλεμο, αντιστρέφοντας την οριζόντια αφήγηση σε κάθετη, στο βάθος της οποίας προσχηματίζει την πολεμική τραγωδία.
Εξίσου παραβατική αποδείχνεται η
Ιλιάδα και ως προς μεταχείριση του κεντρικού της ήρωα. Ο διάσημος Αχιλλέας παραμένει στις δεκαοκτώ από τις είκοσι τέσσερις ραψωδίες του έπους εκτός μάχης, οργισμένος με τον Αγαμέμνονα, επειδή του έφαγε το θηλυκό του γέρας, τη Βρισηίδα. Την εγωτική αυτή οργή καταδικάζει απερίφραστα ο ποιητής στο προοίμιο του έπους (τη χαρακτηρίζει ουλομένην ) ως αιτία για τον εξοντωτικό όλεθρο αμέτρητων ψυχών και σωμάτων. Πρόκειται για μοναδική, όσο ξέρω, εξαίρεση, όπου σε ηρωικό έπος ο τυπολογικά κατοχυρωμένος προοιμιακός έπαινος του κεντρικού ήρωα αντιστρέφεται σε τόσο βαρύ κατηγορητήριο. Στο μεταξύ, το μισό της πρώτης ραψωδίας αναλώνεται σε βίαιο και βάναυσο υβρεολόγιο ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα.
Θα συνεχίσω την άλλη Κυριακή, περνώντας από το έπος στο δράμα και στις δικές του μεταφραστικές πλοκές και εμπλοκές (γλωσσικές, σκηνοθετικές, υποκριτικές). Για να καταλήξω στον κλονισμένο αριστερό μας λόγο, που φαίνεται να αποστρέφεται τη μεταφραστική κριτική, επικαλούμενος τα εναλλακτικά φραστικά του ινδάλματα.
Πηγή:
εφημερίδα Το Βήμα (6 Σεπτεμβρίου 2009)