acute (AC) → οξύς, οξεία, οξύ, αιχμηρός, διαπεραστικός, σουβλερός, δριμύς, διεισδυτικός, έντονος, οξυδερκής

lefty

  • Sr. Member
  • ****
    • Posts: 987
    • Gender:Female
acute → οξεία

Όροι που μετέφρασα για τις ανάγκες της τηλεοπτικής σειράς ER
« Last Edit: 21 Oct, 2017, 13:21:18 by spiros »


 

Search Tools