Delle tre cose che far deve l' uomo io ne feci una sola: scrissi un libro parola per parola, se dica meglio, un tomo Ε questo m' impedi di prender moglie. Ovunque andassi restai sulle soglie come impedito per l' altre due cose, ch' eran l' albero e il figlio, gioie, dico, ubertose. Piantare avrei dovuto un leccio ο un tiglio, un olmo, un pioppo? Ε una cosa di carne che ripetesse me nella sembianza? Un albero e natura viva, verde speranza, ma un rampollo, una nuova creatura, avrei saputo amarla? e poi che farne? Oggi son solo nel mio nascondiglio. Non ho piantato un albero, non ho visto crescere un bimbo a poco a poco, ora per ora, accanto al sole e al fuoco come accanto alla donna: oggi non so niente e non valgo niente. Le porte chiuse, le lampade spente.
| Από τα τρία πράγματα που πρέπει ο άνθρωπος να κάνει, εγώ έκανα το ένα μόνο: λέξη τη λέξη ένα βιβλίο έγραψα ή μάλλον τόμο. Γι' αυτό και δεν έβαλα στεφάνι. Το κατώφλι δεν πέρασα, όπου κι αν πήγα, λες και κάτι μου έκλεινε τον δρόμο για τ' άλλα δυο, δέντρο και γιο, γόνιμες, λέω, χαρές. Να είχα φυτέψει, έπρεπε, μια φλαμουριά ή πουρνάρι, λεύκα ή φτελιά; Και κάτι σάρκινο να πάρει τη μορφή μου και να με συνεχίσει; Ένα δέντρο είναι φύση που ζει, πράσινη ελπίδα, μα ένα πλάσμα καινούριο, έναν βλαστό, θα μπορούσε η καρδιά να το αγαπήσει; Κι έπειτα, τι να τον έκανα έναν γιο; Είμαι μονάχος τώρα στο κρησφύγετό μου. Δέντρο δεν φύτεψα, δεν είδα να μεγαλώνει ένα παιδί σιγά-σιγά, ώρα την ώρα, πλάι στον ήλιο, στη φωτιά, πλάι στη γυναίκα: κι εγώ πια σήμερα δεν ξέρω τίποτα και τίποτα δεν βρίσκω άξιο σε μένα. Κλειστές οι πόρτες, τα φώτα σβησμένα.
|