O! for my sake do you with Fortune chide, The guilty goddess of my harmful deeds, That did not better for my life provide Than public means which public manners breeds. Thence comes it that my name receives a brand, And almost thence my nature is subdued To what it works in, like the dyer's hand: Pity me, then, and wish I were renewed; Whilst, like a willing patient, I will drink Potions of eisel 'gainst my strong infection; No bitterness that I will bitter think, Nor double penance, to correct correction. Pity me then, dear friend, and I assure ye, Even that your pity is enough to cure me.
| Ω μάλωσε την τύχη, αυτή η θεά είν’ αιτία για τα κακά μου τα έργα, που δε μου ’δωσε άλλη καλύτερη ζωή, παρά μιαν εργασία κοινή, που τρόπους βέβαια κοινούς προβάλλει. Τ’ όνομά μου απ’ αυτό ’χει στίγμα με φωτιά κι η φύση μου μ’ αυτό σχεδόν συμμορφωθεί στην εργασία της, σαν το χέρι του βαφιά. Γι’ αυτό λυπήσου με κι ευχήσου μου αλλαγή, θα πίνω ξίδια μ’ όλη μου την προθυμία να φύγει η κακιά λώβη μου, χωρίς να πω πικρή την πίκρα είτε βαριά την τιμωρία, μόνο να γιάνω και καλά να διορθωθώ. Γι' αυτό λυπήσου με, ακριβέ μου φίλε, φτάνει, σε βεβαιώνω, η λύπη σου για να με γιάνει.
|