Συνεχίζοντας τα όσα λέγαμε για την Τεμέση, ας προσθέσουμε ότι στα χρόνια του Στράβωνα, αρχές του Α' μ.Χ. αιώνα δηλαδή, η πόλη λεγόταν Τέμψα, και κοντά της υπήρχε ηρώο του Πολίτη, συντρόφου του Οδυσσέα, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους εντόπιους και έκτοτε έγινε πολύ άγριος, οργίλος και βίαιος, ώστε, έπειτα από κάποιον χρησμό, εκείνοι άρχισαν να του αποδίδουν τιμές και να καταβάλουν στο ιερό του φόρους για να τον εξιλεώνουν και να αποφεύγουν την οργή του.
Όταν πολύ αργότερα, οι Λοκροί ήρθαν από τη Λοκρίδα της κυρίως Ελλάδας εδώ, ίδρυσαν την πόλη Λοκροί Επιζεφύριοι, ήτοι Λοκροί της δύσης, επειδή δύση είναι ο ζόφος, αφού στη δύση χάνεται ο ήλιος, και έτσι δυτικός ο επιζεφύριος. Γι' αυτό εξάλλου ο δυτικός άνεμος λέγεται Ζέφυρος. Ένας Λοκρός απ' εδώ, ο Εύθυμος, ο οποίος υπήρξε και ολυμπιονίκης ως πυγμάχος (στους 74ους, τους 76ους και τους 77ους Ολυμπιακούς), πάλεψε με τον Πολίτη και τον νίκησε, κι έτσι τον ανάγκασε να αφήσει ήσυχους τους κατοίκους του τόπου και να μην τους φορολογεί στο εξής.
Πιο εκεί από την πόλη Λοκροί -το σημερινό Λόκρι- ήταν η Κωσεντία, στην οποία πέθανε (από πνευμονία) ο Αλέξανδρος ο Μολοσσός, αδελφός της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αμέσως ύστερα είναι η πόλη Ιππώνιον, κτίσμα των Λοκρών, την οποία κατέλαβαν οι Λευκανοί και τη μετονόμασαν σε Βιβόνιον ή Βιβώνα, κατά τον Στράβωνα. Εδώ ήταν, σύμφωνα με ορισμένους μύθους, που η Κόρη, η Περσεφόνη δηλαδή, μάζευε άνθη στα ωραία λιβάδια και τους λειμώνες της περιοχής, όταν ήρθε με το άρμα του ο Άδης-Πλούτωνας και την απήγαγε. Κατ' άλλους βέβαια αυτό έγινε στη Φυλλίδα του Παγγαίου, δίπλα στον ποταμό Ζυγάκτη.
Κάπου κοντά επίσης υπήρχε το επίνειο των Λοκρών, το οποίο ίδρυσε ο τύραννος των Σικελιωτών Αγαθοκλής, όταν κατέλαβε για μια περίοδο την πόλη. Απ' εδώ αρχίζει η καμπή του ακραίου σημείου της Ιταλίας, όταν πλέει κανείς προς τον Λιμένα του Ηρακλή, όρμο της περιοχής, και την πόλη των Λοκρών Μέδμα, ομώνυμη προς μια μεγάλη πηγή με ωραία νερά. Η Μέδμα διαθέτει επίνειο στην παραλία, που ονομάζεται Εμπόριον, κοντά στον ποταμό Μέταυρο.
Μακεδονία της Κυριακής, 28/01/2007, από τη στήλη του Θανάση Γεωργιάδη ●Έλληνες του κόσμου