as hard as steel → ατσαλένιος, ατσάλινος, χαλύβδινος, ατσάλι, σκληρός σαν ατσάλι, σκληρή σαν ατσάλι, σκληρό σαν ατσάλι, σκληροτράχηλος, σκληροτράχηλη, σκληροτράχηλο, δεν μασάει, πολύ σκληρός, πολύ στέρεο, πολύ στέρεος, ανθεκτικός
spiros ·
1 · 41