perception → αντίληψη

Princessa

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 580
    • Gender:Female
perception → αντίληψη

English-Greek management glossary
Γλωσσάρι Μάνατζμεντ Αγγλικά-Ελληνικά


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
...
perception αντίληψη
apperception πρόσληψη
conception σύλληψη

Webster's
apperceive v.t., -ceived, -ceiving. Psychol.
1.   to have conscious perception of; comprehend.
2.   to comprehend (a new idea) by assimilation with the sum of one's previous knowledge and experience.
[1250–1300; ME < OF aperceivre. See AP-1, PERCEIVE]


apperception n. Psychol.
1.   conscious perception.
2.   the act or process of apperceiving.

ΛΚΝ
πρόσληψη η [próslipsi] Ο33 : η ενέργεια του προσλαμβάνω. 1. απόφαση που παίρνει ένας εργοδότης να απασχολήσει ένα άτομο σε μια συγκεκριμένη θέση, εργασία: Θα γίνουν νέες προσλήψεις υπαλλήλων στο δημό σιο, διορισμοί. ~ προσωπικού από ιδιωτική εταιρεία. 2. (ψυχ.) η αφομοίωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια άλλων παλαιότερων και ανάλογων.
[λόγ. < αρχ. πρόσληψις `απόκτηση΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. του προσλαμβάνω]

...



 

Search Tools