επί του πρακτέου → in terms of putting it into practical action, in terms of putting it into action, regarding the course of action to be taken, about what we should do, on a practical level, practical, practicalities, in practice, actionable

spiros · 2 · 7870

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 852013
    • Gender:Male
  • point d’amour
επί του πρακτέουregarding the course of action to be taken, about what we should do;

πρακτέον το [praktéon] Ο γεν. πρακτέου : (λόγ.) αυτό που πρέπει να γίνει, συνήθ. στις εκφράσεις περί του πρακτέου / επί του πρακτέου, σχετικά με το τι πρέπει να γίνει ή με το πώς πρέπει να ενεργήσει κάποιος: Kαλή η θεωρία αλλά ας συζητήσουμε τώρα περί του πρακτέου.
[λόγ. < αρχ. πρακτέον `αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος΄, ουδ. του πρακτέος]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
https://www.linguee.com/english-greek/search?source=auto&query=%22%CE%B5%CF%80%CE%AF%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%AD%CE%BF%CF%85%22
« Last Edit: 24 Jun, 2018, 14:42:07 by spiros »




 

Search Tools