Σταύρος Ζαφειρίου, Κεκραγάριον
[Ενότητα Ο λόγος]
Α Κύριέ μου, Κύριέ μου πώς μπορώ
το σώμα να νικήσω με το σώμα,
τη φλούδα τούτη της ψυχής∙ με τ’ όνομά της
στον Λόγο σου αντιστέκεται και υπάρχει ανάμεσά μας.
Πού σταματά η ανθρώπινή μου φύση,
αυτή που τόσο μοιάζει με θεό
κι ωστόσο τόσο αδυνατεί
την όψη του θεού ν’ αναγνωρίσει.
Πώς το μαρτύριο μπορεί
τη θεϊκή σου αλήθεια ν’ αποδείξει,
όταν το ίδιο μαρτύριο μες στη δική του αλήθεια
κυκλώνεται και κλείνεται
σημαίνοντας την πλάνη.
Περνά η σαΐτα σου το σύννεφο του νου,
σπαράζει η τύψη, νύχτα καμωμένη
με αβάσταχτα, συναλλαγμένα πάθη
κι ό,τι γυρνά, ασάλευτο στέκει στην κίνησή του,
σαν αρμονία της ατέρμονης ηχούς,
σαν μουσική των άτονων και τονισμένων άστρων,
παροξυσμός του αστείρευτού σου οίστρου,
όταν απ’ το σκοτάδι εμπνεύστηκες το φως
και στου φωτός το ξέσπασμα
μέτρησες το σκοτάδι.
Ζεστός αέρας μου μηνά μυρωδικά μαλλιών,
βάλσαμο της Γεννησαρέτ και δυνατή κανέλα.
Κάτω απ’ τον ήλιο αστράφτουνε κρύσταλλοι πασχαλιάς,
χρυσόσκονη της Βαασά και φίλντισι του Γάγγη
και μου θαμπώνουν το μυαλό κρυπτόβουλες εικόνες,
σαν αίσθηση, σαν άγγιγμα, σαν λύτρωση της μέθης∙
μια βάρκα να τανύζεται σε ποθητά νερά,
μια ακτή, για να φωλιάζουνε στρουθιά το μεσημέρι,
μια ελαφριά πατημασιά με γυμνωμένο πέλμα.
Α Κύριέ μου, Κύριέ μου,
όταν τους κύκλους χώριζες της γης
σε νοητό ουράνιο, σε νοητό θνητό
και μ’ άφηνες αφύλακτο, σαν δόλωμα του χρόνου,
στο παρελθόν και στο παρόν που είναι κιόλας
το εκφρασμένο μέτρο του αιώνιου,
ν’ αναζητώ την προβολή της νοητής μου εικόνας,
να δέχομαι στο σχήμα μου το κάθε τέχνασμά σου,
με ποιο όνομα με φώναξες και ποιαν αθανασία
με κάλεσες να ετοιμαστώ να μοιραστώ μαζί σου.
Πόσο ανυπόμονο άκορος
ικέτεψα τ’ αταίριαστα μεγάλα,
πόσο θεό λαχτάρησα στο δίστρατό μου σώμα,
να είμαι εκεί που είσαι κι εσύ,
σε όλες τις διαστάσεις
της ορατής και της αόρατης σκηνής,
ν’ αλλάξω τούτο το μηδέν με το δικό σου ένα,
να ευωχώ παράδεισους κι έφηβους ουρανούς.
Πόση ακατάληπτη άφεση και πόση καταδίκη
μπορούν ν’ αντέξουν, σώζοντας εκείνο που αγνοούν,
το δέντρο και η μέλισσα κι ο μεστωμένος κάμπος,
τα δάχτυλα του γητευτή στις τρύπες του αυλού,
η έπαρση του αετού πάνω απ’ το θήραμά του,
οι ανοιχτές αυλόπορτες στ’ άχραντα των παιδιών,
παροδικά όλα σε μια
παρούσα διαρκώς δημιουργία,
σαν το πυκνόστροφο σχοινί που δεν του λείπει κόμπος,
πλεγμένο με το χέρι σου σε ανύποπτη στιγμή,
για να δεθεί το πάντοτε στο διάδοχό του τώρα.
Τραγουδιστές με φορεσιές και κρόσσια απ’ την Παλμύρα
λικνίζουν τόπους θαλερούς, πέρα απ’ το λογισμένο
κι απάνω στο φορείο της, κόρφος μικρός του πόθου,
με βλασταράκια νιόκοπα στα παιδικά της χέρια,
μια νύφη που τα χείλη της κολλούν γλειμμένο μέλι.
Και γιορταστές με κιχλισμούς και χορευτές με σείστρα
δίνουν ρυθμό, κρατούν ρυθμό, τραβούν απ’ άκρη σε άκρη,
μες σε θροΐσματα πνοών, τους πέπλους των θαυμάτων.
Σιωπά το παν,
κι ό,τι ζητά και η σάρκα να σωπάσει
είναι της ευσπλαχνίας σου η σπορά,
είναι η γη, καρπίζοντας τον νόμο σου
στην ίδια μήτρα που αναπνέει η επιθυμία.
Είναι το βλέμμα του ήσυχου βοδιού
που οργώνει, πριν απ’ το άροτρο, το αναπαυμένο χώμα,
είναι του τζίτζικα τα διάφανα φτερά,
σαν ψαλμωδούν μονότονα τη μαζεμένη μνήμη.
Ναέ της άμμου, πύλη σκοτεινή,
κλείνοντας το απροσδόκητο
μες στο ατελείωτό μου,
της Θηβαΐδας έρημος και καλαμοκαλύβα,
παλιό ψωμί, τεφρό νερό σε πήλινο λαγήνι,
ψάθα πλεγμένη άτεχνα με νήματα από σπάρτο,
ρούχο από γιδοτόμαρο, τραχύ σαν ώρα μάχης,
όπου στον ίδιο θόρυβο χτυπιούνται τυφλωμένες
η αγωνία που έρχεται απ’ τον ένοικο καιρό
και η προσευχή μου η έκπληκτη για πράγματα
που υπάρχουν, συντρίβοντας στην πτώση τους
τις τέσσερις πανάρχαιες γωνίες της ανάγκης.
Νύχια με σκίζουν, με δαγκώνουνε πουλιά,
σκορπιών ευκίνητα κεντριά
στριφώνουν το κορμί μου,
στα σωθικά μου οι οχιές
καρφώνουν μαύρα δόντια.
Φυσά τη στάχτη ο δαίμονας
και στην καινούρια φλόγα
ορθώνεται ο ίσκιος του
σαν χώρα επαγγελίας.
Χτύπα λοιπόν, μπρος, δυνατά,
λουριά σφυρίζουν στα μπράτσα
και στη ράχη μου αναλυτό μολύβι,
να κροταλίσουν τα οστά,
να γυμνωθούν τα νεύρα,
ν’ αγκαλιαστούν στα χέρσα μου
το αίμα με το αίμα.
Α Κύριέ μου, Κύριέ μου
πόσο ακόμα θα γεμίζει τη σιωπή
η ταραχή της ψεύτικής μου πάλης,
το έξω τούτο πόσο θ’ αρνηθώ∙
όπου αν στραφώ είναι παντού
χωρίς να λιγοστεύει.
Από τους φθόγγους ξεκινώ και ξεπερνώ
τους φθόγγους, μ’ ένα κοπάδι πίσω μου
ζητιάνων και ληστών, να σέρνουν,
σαν πολεμιστές, ποτάμια ματωμένα,
βουλιάζοντας στο αμάρευμα
μιας ηττημένης πίστης.
Δεν μου απαντάς,
αν ό,τι ονόμασες τ’ ονόμασες για πάντα
κι αν ό,τι έχει ομοιωθεί
είναι κι αυτό για πάντα ομοιωμένο.
Δεν μου απαντάς. Αν σου χρωστώ
το σώμα μου και τη συνενοχή του,
άραγε εσύ ποιο εγένετο του Λόγου σου χρωστάς;
Δεν μου απαντάς.
Από τη συλλογή Σώματος Λόγος (2004)