provision → διάταξη, προμήθεια, παροχή, εφοδιασμός, εξασφάλιση, πρόβλεψη, φροντίδα, λήψη αναγκαίων μέτρων, προμήθεια, εφόδιο, λογιστικό αποθεματικό, αποθεματικό, όρος, διάταξη, εφοδιάζω, τροφοδοτώ




spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854551
    • Gender:Male
  • point d’amour
προμήθεια, παροχή, εφοδιασμός, εξασφάλιση, πρόβλεψη, φροντίδα, λήψη αναγκαίων μέτρων, προμήθεια, εφόδιο, λογιστικό αποθεματικό, αποθεματικό, όρος, διάταξη, εφοδιάζω, τροφοδοτώ


 

Search Tools