button-down → συγκρατημένος, επιφυλακτικός, κλειστός τύπος, κλειστός, συντηρητούκλα, συντηρητικός, μαζεμένος, δεν ανοίγεται εύκολα, λιγόλογος, ολιγόλογος, λιγομίλητος, κουμπωμένος, σοβαρός

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855862
    • Gender:Male
  • point d’amour
button-down → συγκρατημένος, επιφυλακτικός, κλειστός τύπος, κλειστός, συντηρητούκλα, συντηρητικός, μαζεμένος, δεν ανοίγεται εύκολα, λιγόλογος, ολιγόλογος, λιγομίλητος, κουμπωμένος, σοβαρός
buttoned-down
buttoned-up

button-down - Wiktionary


 

Search Tools