Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Poetry => Favourite Music and Lyrics => Poetry of Thessaloniki => Topic started by: wings on 12 Oct, 2008, 17:18:36

Title: Βασίλης Βασιλικός
Post by: wings on 12 Oct, 2008, 17:18:36
Βασίλης Βασιλικός (1934-2023)

(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg205.imageshack.us%2Fimg205%2F8467%2Fvassilikos.jpg&hash=45ceae200106a829673cd60be4f05348e06e2fc3)

Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1934. Σπουδές: Λύκειο Καρυωτάκη (Καβάλα), Σχολή Βαλαγιάννη, Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια (Θεσσαλονίκη), Νομική Σχολή (ΑΠΘ), Yale University – Drama School, SRT – School of Radio and Television (Νέα Υόρκη) για τηλεσκηνοθεσία. Βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, σεναριογράφος, επιμελητής (Dr) σεναρίων, εισηγητής σεναρίων στην Arte (1990-1993), ερασιτέχνης ηθοποιός, δημοσιογράφος, συγγραφέας, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής στην ΕΡΤ1 (1981-1984), Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Αθηναίων (1994-1996), Πρέσβης εκ προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην UNESCO (1996-2004), Πρόεδρος της Εταιρίας Συγγραφέων (2001-2005), βουλευτής επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία (2019-2023). Πέθανε στην Αθήνα στις 30/11/2023.

Ποιητικές συλλογές:
«Τα Ποιήματα», εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2006

Ανθολογημένα ποιήματα:


Συνεντεύξεις του Βασίλη Βασιλικού:


[ Επιστροφή στο ευρετήριο της ανθολογίας «Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα» (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0) ]
Title: Βασίλης Βασιλικός, Παντού ακούω τη σιωπή
Post by: wings on 22 Nov, 2008, 15:40:29
Βασίλης Βασιλικός, Παντού ακούω τη σιωπή

[Τα προεφηβικά (1948-1951) – Σαπφώ (1950-1951)]

Παντού ακούω τη σιωπή.

Στη λιτανεία των κυμάτων,
στη μέρα που σβήνει στης νύχτας τη διαδοχή.

Παντού ακούω τη σιωπή.
Στη γη που περιγράφει τον ήλιο
Και στων άστρων την επαγρύπνηση.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Στ’ ακατάχτητα βουνά που καταχτούν το φως
Στη σκιά που απλώνεται και τρικυμίζει.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Πίσω απ’ τις φωνές των ανθρώπων,
μπρος από κάθε θόρυβο.

Παντού με ακούει μια σιωπή.
Παντού με προσμένει μια σιωπή.
Μια ατέλειωτα απλωμένη σιωπή
το τέλος κι η αρχή της σιωπής μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός, Μεσονύχτι
Post by: wings on 12 Dec, 2008, 00:01:47
Βασίλης Βασιλικός, Μεσονύχτι

[Τα προεφηβικά (1948-1951) – Σαπφώ (1950-1951)]

Η πολιτεία σβήστηκε κάτω απ’ τη νύχτα.
Κι απόμειναν ελάχιστα φώτα, σπαρμένα εδώ και κει,
μέσα στον μαύρο αγρό τους.

Το φως του τραμ που δείχνει πόσο άδειο είναι το βαγόνι.
Το κόκκινο φωτάκι μιας φάμπρικας που ψηλώνει,
σα μάτι γυμνό,
σα μάτι που του πέσαν τα τσίνορα
που δεν έχει πια κόρη.
Το φως που γλιστρά μέσ’ απ’ τις γρίλιες
σαν το τρεχούμενο νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα,
όχι καλά κλεισμένα,
(ποιος ξέρει πίσω απ' τις γρίλιες
ποιοι ζούνε, τι κάνουν;)
Το έρημο φως του δρόμου
που μαζεύει κι απλώνει τις σκιές
αυτών που κάτω του περνούνε.
(Έχει κι ο νυχτοφύλακας το δικό του φανάρι.)
Και πέρα, στο βάθος, σε συντροφιές,
τα φώτα της πολιτείας,
που μοιάζουν διαμάντι τριμμένο
πάνω σε σκούρο απλωμένο βελούδο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός, Στον Γιάννη Ρίτσο
Post by: wings on 02 Feb, 2009, 19:21:17
Βασίλης Βασιλικός, Στον Γιάννη Ρίτσο

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 1: Μέσα στη νύχτα...]

Παίρνω φτερά για ν’ ανεβώ
να σε κοιτάξω
σύννεφο με κόκαλα ψαριού
στο θόλο τ’ ουρανού
που τόσο άνετα αγκαλιάζεις.

Υγρά τα μάτια σου κρατούν
την αρχοντιά του ελαφιού
στα ξέφωτα του δάσους,
ενώ αστείοι κυνηγοί
με δίκαννα και φλόμπερ
–σκάγια της ζήλιας,
βόλια του θυμού–
σε έχουνε περικυκλώσει.

Υγρά τα μάτια σου,
στην κλίμακα του πρώτου πάθους,
φωτογραφία από ψηλά,
αρνητικό της ζωής σου,
ξοδεμένη σε χιλιάδες αντίτυπα,
άσωτη πηγή, εικονοστάσι στη στροφή

όπου παραλίγο να συμβεί «τροχαίο ατύχημα».

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός: Μέσα στη νύχτα...
Post by: wings on 01 Apr, 2010, 20:35:54
Βασίλης Βασιλικός: Μέσα στη νύχτα...

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 1: Μέσα στη νύχτα...]

Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.
Έγραψε, λεν, συνθήματα στους τοίχους.
Με την τανάλια του ξερίζωσαν τα νύχια
ένα ένα, καθώς μαδούν τα πέταλα
της μαργαρίτας: «Μ’ αγαπάς; Δεν μ’ αγαπάς;»
Για την περίσταση: «Ελευθερία ή Θάνατος».

Στο πέμπτο δάχτυλο, με το μεγάλο νύχι,
εκείνο που καθάριζε το αυτί του,
βρήκαν «Ελευθερία». Όμως στο δέκατο
τον βρήκε ο «Θάνατος». Αντί
να τον σκοτώσουν, του ζήτησαν
να υπογράψει πως είναι με το καθεστώς.

Και είπε: «Τα χέρια είναι για τις σκαλωσιές.
Δεν ξέρουν, ακόμα κι αν μπορούσαν, πώς
να κρατούν μολύβι. Ένας χτίστης λιγότερο,
δεν είναι ένα σπίτι που λείπει».
Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.

Τα νύχια φυτρώνουν μόνα τους,
καθώς τα γένια των νεκρών
πέρα απ’ το θάνατό τους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός, Μουσικοί σ' ένα παραθαλάσσιο κέντρο
Post by: wings on 15 Jul, 2010, 15:35:56
Βασίλης Βασιλικός, Μουσικοί σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο

[Τα προεφηβικά (1948-1951) – Σαπφώ (1950-1951)]

Κάποτε ξεκίνησαν κι αυτοί με όνειρα μεγάλα:
να παίξουν Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σοπέν
σε αμφιθέατρα, κατάμεστα από κόσμο,
την επομένη να διαβάζουν κριτικές
για το ταλέντο τους. Και άλλα.

Τώρα, τι κι αν ξεπέσαν σ' αυτό
το φτωχικό, παραθαλάσσιο κέντρο,
με μια φτηνή τζαζ, ξενυχτώντας
πάνω από ταμπούρλα, τραγουδώντας
τα τραγουδάκια της εποχής
–στο πιάνο μια γριά-φώκια τους συνοδεύει–
τι κι αν μένουν μετά τη μία να τους ακούν
οι άδειες καρέκλες, τα άδεια τραπέζια
τ’ αδιάφορα νυσταγμένα γκαρσόνια...

Υπάρχει πάντα η θάλασσα να δέχεται
ακούραστα, τα κουρασμένα όνειρά τους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός, Εισαγωγή
Post by: wings on 31 Dec, 2010, 01:32:58
Βασίλης Βασιλικός, Εισαγωγή

[Τα προεφηβικά (1948-1951) – Το χιώτικο γιασεμί (1948-1949)]

Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,
τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές.
Περνούμε εμείς∙ έρχονται πίσω άλλοι
κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές.

Ξεπέσαμε –πουλιά αποπλανεμένα–
στη γη∙ κι αναρωτιόμαστε: «πού πάμε;»
Κι εκεί που άλλοι μισούνε –μάταιη έννοια–
τις ομορφάδες της, περνώντας τραγουδάμε.

Αδιόρφωτοι κι ανώφελοι νεφοπαρμένοι
–κι ίσως για σε, αναγνώστη, να ’μαστε τρελοί–
μας τυραννά στο διάβα μας η σκέψη: «τι απομένει;»
κι ένα αναπάντητο κι ασίγαστο «γιατί;».

Κι έτσι φεύγουμε εμείς∙ μας ακολουθάνε άλλοι∙
με άλλα τραγούδια τραγουδούν τις ομορφιές.
Δεν είμαστε τρανοί∙ δεν είμαστε μεγάλοι.
Μόνο περνούμε σαν φτωχοί τραγουδιστές.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός: [Μικρός, έξω απ' τα ακραία σπίτια του χωριού...]
Post by: wings on 31 May, 2013, 19:05:25
Βασίλης Βασιλικός: [Μικρός, έξω απ’ τα ακραία σπίτια του χωριού...]

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 2: Λάκα – Σούλι]

17

Μικρός, έξω απ’ τα ακραία σπίτια του χωριού,
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
δίπλα στις ρίζες της οξιάς
για ν’ ακούσει το προμήνυμα
του μοναδικού λεωφορείου,
που έφερνε τους επιβάτες,
κάθε απόγευμα,
από τη «σκάλα» στο χωριό,
τις εφημερίδες, τον πάγο,
την ασετιλίνη... Έφυγε μετανάστης
για το Βέλγιο. Παλιότερα
είχε φύγει ο πατέρας του, με τον Δημοκρατικό Στρατό,
στο δεύτερο αντάρτικο,
κι εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη.
Χρόνια πέρασαν ώσπου ν’ ανταμώσουν
πατέρας και γιος. Κάποτε βρέθηκαν
στο Έσεν, στη Δυτική Γερμανία.
Ο γέρος του τον ρώτησε τι έκανε, πώς ζούσε.
Όσο και να άλλαζε σταθμούς,
του είπε, στο τρανζίστορ, η βελόνα του
κολλούσε στην πατρίδα, καθώς μικρός
συνήθιζε να κολλάει τ’ αυτί του
στο χωματόδρομο, να δει αν έρχεται το λεωφορείο.
Είκοσι δύο χρόνια είχαν ν’ αγκαλιαστούν.
Πριν χωρίσουν, «υποσχόμενοι αμοιβαίως
ν’ αλληλογραφούν, γιατί τώρα που πιάσαν επαφή
δεν έπρεπε, βεβαίως, να τη χάσουν»,
ο πρώην αντάρτης ρώτησε: «Και το χωριό;»
«Όπως τ' άφησες. Μόνο που ασφαλτόστρωσαν
τη δημοσιά και δεν ακούγεται πια
ο θόρυβος του λεωφορείου». Αυτό του έφτανε.
Έμαθε επιτέλους μια λεπτομέρεια συγκεκριμένη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Title: Βασίλης Βασιλικός: [Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν...]
Post by: wings on 28 Oct, 2014, 15:17:11
Βασίλης Βασιλικός: [Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν...]

[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 2: Λάκα – Σούλι]

18

Στον Πέτρο Ανταίο

Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν
«τα στυφά, σοφά γκόρτσια του χρέους»,
τρία μερόνυχτα απ’ τη Μόσχα με το τρένο
πέντε ώρες με τ’ αεροπλάνο
και βάλε Μόσχα – Γιάννενα, Μόσχα – Πεντάλοφο,
Μόσχα – Λάκα-Σούλι, όπου ακόμη ο αραμπάς
καταπονεί τους δρόμους. «Υπάρχουν Έλληνες
τύπου Τασκένδης», είπε και γέλασε.
Μα η αντάρτισσα δεν γέλασε καθόλου,
ούτε ο αδερφός της που είκοσι χρόνια
«λίμαξε πατρίδα η ψυχή του».
Τασκένδη η σεισμόπληκτη, στα σύνορα της Κίνας,
με τους σαράντα σου υπό σκιάν το καλοκαίρι,
«σαν την Ελλάδα», είπε, «όπου τα μονοπάτια
στο αντάρτικο γίναν αυτοκινητόδρομοι
για τους τουρίστες∙ «σαν την Αθήνα», είπε,
«όπου οι δρόμοι της Αντίστασης
βαφτίστηκαν με ονόματα ξένων σωτήρων».
Τασκένδη με τους ορεινούς, τωρινούς επιστήμονες
(παιδίατροι, ηλεκτρονικοί, μεταλλειολόγοι),
που κάποτε θα γύριζαν πιο χρήσιμοι στον τόπο τους,
μα η πατρίδα, αντί να ’ρχεται πιο κοντά,
όλο και ξεμακραίνει, σαν τα όνειρα
που τα ξεχνάς όσο καλύτερα ξυπνάς
κι είναι το ολέθριο νερό της βρύσης
μια κατάρα, ώσπου λυτρωτική σε ακουμπά
η κεντημένη απ’ τη γιαγιά σου
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ» στην πετσέτα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)