Wallace Stevens → Γουάλας Στίβενς, Γουάλας Στήβενς, Ουάλας Στίβενς

spiros · 4 · 3076

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Wallace Stevens → Γουάλας Στίβενς, Γουάλας Στήβενς, Ουάλας Στίβενς


Wallace Stevens (October 2, 1879 – August 2, 1955) was an American modernist poet. He was born in Reading, Pennsylvania, educated at Harvard and then New York Law School, and he spent most of his life working as an executive for an insurance company in Hartford, Connecticut. He won the Pulitzer Prize for Poetry for his Collected Poems in 1955.
Wallace Stevens - Wikipedia
Wallace Stevens | Poetry Foundation

Ελληνικές μεταφράσεις: Εκλογή από τα άπαντα

Ένας τυπικός χαρακτηρισμός του Στήβενς για τον ποιητή είναι ο "κεντρικός άνθρωπος", ο "απόλυτος Πλάτων", που αντιστρέφει το σχέδιο του δημιουργού πλάθοντας το ιδεώδες απ' το πραγματικό. Είναι επίσης ο "άνθρωπος άξων" στο "Συνηθισμένο Βράδυ στο Νιου Χέηβεν", ο "μέγας άνθρωπος" ή ο "ραβίνος" στις "Σημειώσεις για έναν Υπέρτατο Μύθο", ο ερμηνευτής της "μεγάλης έννοιας" που είναι η ιδέα του ανθρώπου, ο "μουσικός της σκέψης" στο "Θλιβεροί Ήχοι ενός Χαρωπού Βαλς" που σύντομα σ' εμπνευσμένη ποίηση θα ενώσει τα θρυμματισμένα εγώ των ανθρώπων και θα κινητοποιήσει τη φαντασία τους σε μια νέα "μουσική γεμάτη μυστήριο".
Ο ποιητής του Στήβενς είναι ένα ον υπέρτατης ορατότητας, "η διαφάνεια του τόπου όπου ζει". Το κρύσταλλο είναι το σύμβολο του Στήβενς για τη διαφάνεια της ποίησης και στην αφηρημένη και στη ζωτική έννοια. Η ύπαρξη του κακού και του θανάτου, της απομόνωσης και της αδυναμίας μας σ' έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο, τίθεται κάτω απ' αυτό το κρύσταλλο και γίνεται στωικά αποδεκτή σα μια ανάγκη της φύσης. Μέσα απ' αυτή την ανάγκη, ο Στήβενς διαβλέπει μιαν επάρκεια της πραγματικότητας η οποία γίνεται ο πλάστης της ομορφιάς, των πόθων και των ονείρων μας.
Η αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι η βάση της ύπαρξης και πρέπει να συλληφθεί απ' τον ανθρώπινο νου στην απτή, την καθαρή της έννοια, χωρίς τις αλλοιώσεις που της επιβάλλουν τα αισθήματά μας, και να γίνει αποδεκτή ως η μόνη ουσία "που αρκεί" στην ποιότητα του βίου και την πιθανή επιβίωση του ανθρώπου, υπάρχει σε κάθε αξιόλογο ποίημα που έγραψε ο Στήβενς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ ΣΤΗΒΕΝΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΜΟΝΙΟ
Στις Καρολίνες
Infanta Marina
Ο Χιονάνθρωπος
Le monocle de mon oncle
Παράφραση σ' ένα θέμα του Ουίλιαμς
Ο ουρανός θεωρημένος ως τάφος
Ιβίσκος σ' αποκοιμισμένη ακρογιαλιά
Και άλλη γυναίκα που θρηνεί
Τα σκουλήκια στη θύρα του παραδείσου
Άχαρη διαμονή
Ο Αυτοκράτορας του παγωτού
Τσάι στο παλάτι του Χουν
Κυριακή πρωί
Ανέκδοτο μιας στάμνας
Ύμνος από ένα υπόστεγο καρπουζιών
Ο Peter Quince στο κλειδοκύμβαλο
Δεκατρείς τρόποι να κοιτάξεις έναν κότσυφα
Εξοχότης Νομάς
Ανατομία της μονοτονίας
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΔΕΕΣ ΤΑΞΕΩΣ
Θλιβεροί ήχοι ενός χαρωπού βαλς
Η ιδέα της τάξεως στο Key West
Ο ήλιος αυτού του Μάρτη
Βράδυ χωρίς αγγέλους
Αισθηματική επιβεβαίωση
Σα διακοσμήσεις σε κοιμητήριο νέγρων (Επιλογή)
Καρτ-ποστάλ απ' το ηφαίστειο
Φιλόφρων Chateau
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΠΛΕ ΚΙΘΑΡΑ
Ο άντρας με τη μπλε κιθάρα
Οι πεσόντες
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΡΗ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ
Τα ποιήματα του κλίματός μας
Ξερό ψωμί
Ο άνθρωπος στη χωματερή
Στο δρόμο της επιστροφής
Ένα κουνέλι ως βασιλιάς των πνευμάτων
Εμπειρογνώμων του χάους
Η λογική του ταχυδακτυλουργού
Κίτρινο απόγευμα
Περί σύγχρονης ποίησης
Άνθρωπος και μπουκάλα
Άφιξη στο Waldorf
Γυναίκα που κοιτάζει ένα βάζο με λουλούδια
Mrs Alfred Uruguay
Μονόλογοι σε βαρύαυλο
Αποσπάσματα από ομιλίες στην Ακαδημία Καλών Τεχνών
Montrachet - Le - Jardin
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΘΕΡΟΣ
Τάφοι Ολλανδών στο Bucks County
Μηδέν προσποίηση, μηδέν παρηγοριά, μηδέν πατάτες
Esthetique du Mal
Όλο και λιγότερο ανθρώπινο, ω ατίθασο πνεύμα
Το βασικό αγαθό της θεωρίας
Πλήθος λουομένων σε ποτάμι
Δοξασίες του καλοκαιριού
Σημειώσεις για έναν Υπέρτατο Μύθο
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Το λυκαυγές του φθινοπώρου
Μέγας ερυθρός άντρας διαβάζοντας
Μοναξιά καταρρακτών
Σε κακιά ώρα
Η αρχή
Η κουκουβάγια στη σαρκοφάγο
Κόσμος χωρίς ιδιομορφία
Puella Parvula
Ένα συνηθισμένο βράδυ στο Νιου Χέηβεν
Πράγματα του Αυγούστου (Επιλογή)
Άγγελος ανάμεσα σε χωρικούς
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Ο ΒΡΑΧΟΣ
Τα Ιρλανδικά βράχια του Μόερ
Η απλή έννοια των πραγμάτων
Lebensweisheitspielerei
Madame La Fleurie
Σ' ένα γέρο φιλόσοφο στη Ρώμη
Ο κόσμος σα στοχασμός
Μια ήσυχη τυπική ζωή
Ο τελικός μονόλογος του εσωτερικού εραστή
Ο βράχος
Ο πλανήτης πάνω στο τραπέζι
OPUS POSTHUMOUS
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΗΒΕΝΣ
Branche Mc Carthy
Βγαίνοντας απ' το δωμάτιο
Μια ανεύρεση σκέψης
Η έννοια μιας εξάρτησης
Παιδί αποκοιμισμένο στη δική του ζωή
Η πραγματικότητα ως ασχολία της πιο υψηλής φαντασίας
Μια καθαρή μέρα χωρίς αναμνήσεις
Απλή αίσθηση
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ "ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΜΥΘΟ"
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ WALLACES STEVENS (1879-1955)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ STEVENS
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΛΩΝ
Λεπτομέρειες
« Last Edit: 25 Mar, 2021, 20:33:30 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour

Prologues to what is possible
Wallace Stevens

I

There was an ease of mind that was like being alone in a boat at sea,
A boat carried forward by waves resembling the bright backs of rowers,
Gripping their oars, as if they were sure of the way to their destination,
Bending over and pulling themselves erect on the wooden handles,
Wet with water and sparkling in the one-ness of their motion.

The boat was built of stones that had lost their weight and being no longer heavy
Had left in them only a brilliance, of unaccustomed origin,
So that he that stood up in the boat leaning and looking before him
Did not pass like someone voyaging out of and beyond the familiar.
He belonged to the far-foreign departure of his vessel and was part of it,
Part of the speculum of fire on its prow, its symbol, whatever it was,
Part of the glass-like sides on which it glided over the salt-stained water,
As he traveled alone, like a man lured on by a syllable without any meaning,
A syllable of which he felt, with an appointed sureness,
That it contained the meaning into which he wanted to enter,
A meaning which, as he entered it, would shatter the boat and leave the oarsmen quiet
As at a point of central arrival, an instant moment, much or little,
Removed from any shore, from any man or woman, and needing none.

II

The metaphor stirred his fear. The object with which he was compared
Was beyond his recognizing. By this he knew that likeness of him extended
Only a little way, and not beyond, unless between himself
And things beyond resemblance there was this and that intended to be recognized,
The this and that in the enclosures of hypotheses
On which men speculated in summer when they were half asleep.

What self, for example, did he contain that had not yet been loosed,
Snarling in him for discovery as his attentions spread,
As if all his hereditary lights were suddenly increased
By an access of color, a new and unobserved, slight dithering,
The smallest lamp, which added its puissant flick, to which he gave
A name and privilege over the ordinary of his commonplace—

A flick which added to what was real and its vocabulary,
The way some first thing coming into Northern trees
Adds to them the whole vocabulary of the South,
The way the earliest single light in the evening sky, in spring,
Creates a fresh universe out of nothingness by adding itself,
The way a look or a touch reveals its unexpected magnitudes.


Πρόλογοι στο τι είναι πιθανόν
Γουάλας Στίβενς, μετάφραση: Γιώργος Χουλιάρας

I

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.

Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.

Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να χρειάζεται κανέναν.

                                                                 ΙΙ                       

Η μεταφορά ανακίνησε τον φόβο του. Το αντικείμενο με το οποίο συγκρινόταν
Ήταν αδύνατον να το αναγνωρίσει. Από αυτό ήξερε πως η ομοιότητά του εκτεινόταν
Λίγο μόνον και όχι πιο πέρα, εκτός αν μεταξύ εκείνου
Και πραγμάτων πέρα από ομοιότητα υπήρχε αυτό ή το άλλο με πρόθεση αναγνώρισης,
Αυτό ή το άλλο μέσα στις περιφράξεις υποθέσεων
Για τις οποίες άντρες διαλογίζονταν το καλοκαίρι μισοκοιμισμένοι.

Ποιον εαυτό, λόγου χάριν, περιείχε που δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί,
Γρυλίζοντας μέσα του να ανακαλυφθεί καθώς επεκτείνονταν οι προσοχές του,
Λες και όλα τα κληρονομημένα φώτα του είχαν ξαφνικά αυξηθεί
Από μια πρόσβαση χρώματος, μια νέα και απαρατήρητη, ελαφρά χρωματική αντιπαράθεση,
Την πιο μικρή λάμπα, που πρόσθετε το δυνατό της τίναγμα, στο οποίο έδωσε
Ένα όνομα και προνόμιο πάνω από την κανονικότητα της κοινοτοπίας του –

Ένα τίναγμα που πρόσθετε σε αυτό που ήταν πραγματικό και στο λεξιλόγιο του,
Με τον τρόπο που κάποιο πρώτο πράγμα που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
Προσθέτει σε αυτά ολόκληρο το λεξιλόγιο του Νότου,
Με τον τρόπο που το πρώτο μοναδικό φως στον βραδυνό ουρανό, την άνοιξη,
Δημιουργεί ένα καινούργιο σύμπαν από το τίποτε προσθέτοντας τον εαυτό του,
Με τον τρόπο που ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα αποκαλύπτει τα απροσδόκητα μεγέθη του.




billberg23

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6318
    • Gender:Male
  • Words ail me.

The Idea of Order at Key West
Wallace Stevens

She sang beyond the genius of the sea.   
The water never formed to mind or voice,   
Like a body wholly body, fluttering
Its empty sleeves; and yet its mimic motion   
Made constant cry, caused constantly a cry,   
That was not ours although we understood,   
Inhuman, of the veritable ocean.

The sea was not a mask. No more was she.   
The song and water were not medleyed sound   
Even if what she sang was what she heard,   
Since what she sang was uttered word by word.
It may be that in all her phrases stirred   
The grinding water and the gasping wind;   
But it was she and not the sea we heard.

For she was the maker of the song she sang.   
The ever-hooded, tragic-gestured sea
Was merely a place by which she walked to sing.   
Whose spirit is this? we said, because we knew   
It was the spirit that we sought and knew   
That we should ask this often as she sang.

If it was only the dark voice of the sea   
That rose, or even colored by many waves;   
If it was only the outer voice of sky
And cloud, of the sunken coral water-walled,   
However clear, it would have been deep air,   
The heaving speech of air, a summer sound   
Repeated in a summer without end
And sound alone. But it was more than that,   
More even than her voice, and ours, among
The meaningless plungings of water and the wind,   
Theatrical distances, bronze shadows heaped   
On high horizons, mountainous atmospheres   
Of sky and sea.

It was her voice that made   
The sky acutest at its vanishing.   
She measured to the hour its solitude.   
She was the single artificer of the world
In which she sang. And when she sang, the sea,   
Whatever self it had, became the self
That was her song, for she was the maker. Then we,   
As we beheld her striding there alone,
Knew that there never was a world for her   
Except the one she sang and, singing, made.

Ramon Fernandez, tell me, if you know,   
Why, when the singing ended and we turned   
Toward the town, tell why the glassy lights,   
The lights in the fishing boats at anchor there,   
As the night descended, tilting in the air,   
Mastered the night and portioned out the sea,   
Fixing emblazoned zones and fiery poles,   
Arranging, deepening, enchanting night.

Oh! Blessed rage for order, pale Ramon,   
The maker’s rage to order words of the sea,   
Words of the fragrant portals, dimly-starred,   
And of ourselves and of our origins,
In ghostlier demarcations, keener sounds.


Η  Ιδέα της Τάξης στο Key West
Wallace Stevens (μετάφραση: Μάρω Παπαδημητρίου)
 
Εκείνη τραγουδούσε πέρα από  την ευφυΐα της θάλασσας.     
Ποτέ του το νερό δεν έγινε νους ή φωνή,
Σαν σώμα όλο σώμα, που φτεροκοπά
Τα άδεια μανίκια του – κι όμως η κίνηση του προσποιόταν
Μια συνεχόμενη κραυγή, έβγαζε συνεχώς μία κραυγή
Όχι σαν τη δική μας αν και τη νιώθαμε,
Όχι ανθρώπινη, από το ίδιο το πέλαγος.

H θάλασσα δεν ήταν μια μάσκα.  Ούτε κι εκείνη.
Το τραγούδι και το  νερό δεν ήταν μικτός ήχος
Παρόλο που εκείνη τραγουδούσε ό,τι άκουγε,
Καθώς το άρθρωνε λέξη τη λέξη.
Μπορεί μέσα στις φράσεις της  να έμπλεκαν
Η τριβή του νερού και το λαχάνιασμα του ανέμου-
Όμως εκείνη ακούγαμε εμείς  όχι τη θάλασσα. 

Γιατί εκείνη ο ποιητής ήταν του τραγουδιού της
Η ολόσκεπη, αλγεινή θάλασσα
Ήταν απλά ο τόπος όπου εκείνη περπατούσε τραγουδώντας.
Τίνος το πνεύμα είναι αυτό; είπαμε, γιατί ξέραμε
Πως ήτανε το πνεύμα που γυρεύαμε
Και που θα αναζητούσαμε συχνά ενώ τραγούδαγε.

Αν ήταν μόνο  της θάλασσας η σκοτεινή φωνή
Που υψώθηκε, ή και χρωματιστή  από τα τόσα κύματα-
Αν ήταν  μόνο η εξώτερη φωνή του ουρανού,
Και του σύννεφου, του βυθισμένου κοραλλιού σε υγρά τείχη 
Ακόμα και ξεκάθαρη,  θα ήταν ο αέρας ο βαθύς,
Ο φορτισμένος λόγος του αέρα, ήχος καλοκαιριάτικος
Που επαναλαμβάνεται σε ένα καλοκαίρι δίχως τέλος
Ήχος μόνο.  Αλλά ήταν πιο πολύ από αυτό,
Πιο πολύ κι από τη φωνή της κι από τη δική μας, μέσα
Στις χωρίς νόημα βουτιές νερού κι αέρα,
Θεατρικές αποστάσεις, ανάμικτες χάλκινες σκιές
Σε υψηλούς ορίζοντες, ορεσίβιες ατμόσφαιρες
Ουρανού και θάλασσας.

Ήταν εκείνης η φωνή που έκανε
Τόσο έντονο τον ουρανό στο σβήσιμο του.
Που μέτραγε τις ώρες της μοναξιάς του
Εκείνη ο μόνος τεχνουργός του κόσμου
Που τραγούδαγε.  Κι όταν τραγούδαγε, η θάλασσα
Όποια κι αν είχε υπόσταση, έπαιρνε την υπόσταση
Του τραγουδιού της, γιατί ο ποιητής ήταν εκείνη. Τότε εμείς,
Ενώ την βλέπαμε εκεί να περπατά μονάχη,
Καταλάβαμε πως δεν υπήρχε άλλος για εκείνη κόσμος
Έξω από αυτόν που τραγουδά και τραγουδώντας ποιεί.

Ραμόν Φερναντέζ, πες μου αν ξέρεις,
Γιατί, όταν τέλειωσε το τραγούδι και γυρίζαμε
Για την πόλη, πες μου γιατί τα γυάλινα φώτα
Τα φώτα από τις ψαρόβαρκες αγκυροβολημένες εκεί,
Ενώ κατέβαινε η νύχτα, γλιστρώντας στον αέρα,
Κυρίευαν τη νύχτα μοιράζοντας τη θάλασσα,
Σε ζώνες εγχάρακτες και πύρινους πόλους,
Ταξινομώντας, βαθαίνοντας, μαγεύοντας τη νύχτα.

Ω! Ευλογημένο πάθος για τάξη, χλωμέ  Ραμόν
Μανία του δημιουργού να βάλει τάξη στις λέξεις της θάλασσας,
Στις λέξεις αρωματικών πυλών, στο ημίφως των αστεριών
Και του εαυτού μας και της καταγωγής μας
Σε όρια φαντασματικά, οξύτερους ήχους.   

« Last Edit: 22 Nov, 2018, 21:50:25 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour

Sunday Morning

       I

Complacencies of the peignoir, and late
Coffee and oranges in a sunny chair,
And the green freedom of a cockatoo
Upon a rug mingle to dissipate
The holy hush of ancient sacrifice.
She dreams a little, and she feels the dark
Encroachment of that old catastrophe,
As a calm darkens among water-lights.
The pungent oranges and bright, green wings
Seem things in some procession of the dead,
Winding across wide water, without sound.
The day is like wide water, without sound,
Stilled for the passing of her dreaming feet
Over the seas, to silent Palestine,
Dominion of the blood and sepulchre.


       II

Why should she give her bounty to the dead?
What is divinity if it can come
Only in silent shadows and in dreams?
Shall she not find in comforts of the sun,
In pungent fruit and bright, green wings, or else
In any balm or beauty of the earth,
Things to be cherished like the thought of heaven?
Divinity must live within herself:
Passions of rain, or moods in falling snow;
Grievings in loneliness, or unsubdued
Elations when the forest blooms; gusty
Emotions on wet roads on autumn nights;
All pleasures and all pains, remembering
The bough of summer and the winter branch.
These are the measures destined for her soul.


       III

Jove in the clouds had his inhuman birth.
No mother suckled him, no sweet land gave
Large-mannered motions to his mythy mind.
He moved among us, as a muttering king,
Magnificent, would move among his hinds,
Until our blood, commingling, virginal,
With heaven, brought such requital to desire
The very hinds discerned it, in a star.
Shall our blood fail? Or shall it come to be
The blood of paradise? And shall the earth
Seem all of paradise that we shall know?
The sky will be much friendlier then than now,
A part of labor and a part of pain,
And next in glory to enduring love,
Not this dividing and indifferent blue.


       IV

She says, “I am content when wakened birds,
Before they fly, test the reality
Of misty fields, by their sweet questionings;
But when the birds are gone, and their warm fields
Return no more, where, then, is paradise?”
There is not any haunt of prophecy,
Nor any old chimera of the grave,
Neither the golden underground, nor isle
Melodious, where spirits gat them home,
Nor visionary south, nor cloudy palm
Remote on heaven’s hill, that has endured
As April’s green endures; or will endure
Like her remembrance of awakened birds,
Or her desire for June and evening, tipped
By the consummation of the swallow’s wings.


       V

She says, “But in contentment I still feel
The need of some imperishable bliss.”
Death is the mother of beauty; hence from her,
Alone, shall come fulfilment to our dreams
And our desires. Although she strews the leaves
Of sure obliteration on our paths,
The path sick sorrow took, the many paths
Where triumph rang its brassy phrase, or love
Whispered a little out of tenderness,
She makes the willow shiver in the sun
For maidens who were wont to sit and gaze
Upon the grass, relinquished to their feet.
She causes boys to pile new plums and pears
On disregarded plate. The maidens taste
And stray impassioned in the littering leaves.


       VI

Is there no change of death in paradise?
Does ripe fruit never fall? Or do the boughs
Hang always heavy in that perfect sky,
Unchanging, yet so like our perishing earth,
With rivers like our own that seek for seas
They never find, the same receding shores
That never touch with inarticulate pang?
Why set the pear upon those river-banks
Or spice the shores with odors of the plum?
Alas, that they should wear our colors there,
The silken weavings of our afternoons,
And pick the strings of our insipid lutes!
Death is the mother of beauty, mystical,
Within whose burning bosom we devise
Our earthly mothers waiting, sleeplessly.


       VII

Supple and turbulent, a ring of men
Shall chant in orgy on a summer morn
Their boisterous devotion to the sun,
Not as a god, but as a god might be,
Naked among them, like a savage source.
Their chant shall be a chant of paradise,
Out of their blood, returning to the sky;
And in their chant shall enter, voice by voice,
The windy lake wherein their lord delights,
The trees, like serafin, and echoing hills,
That choir among themselves long afterward.
They shall know well the heavenly fellowship
Of men that perish and of summer morn.
And whence they came and whither they shall go
The dew upon their feet shall manifest.


       VIII

She hears, upon that water without sound,
A voice that cries, “The tomb in Palestine
Is not the porch of spirits lingering.
It is the grave of Jesus, where he lay.”
We live in an old chaos of the sun,
Or old dependency of day and night,
Or island solitude, unsponsored, free,
Of that wide water, inescapable.
Deer walk upon our mountains, and the quail
Whistle about us their spontaneous cries;
Sweet berries ripen in the wilderness;
And, in the isolation of the sky,
At evening, casual flocks of pigeons make
Ambiguous undulations as they sink,
Downward to darkness, on extended wings.


Κυριακή πρωί

       Ι

Νωχέλεια του πενιουάρ, ραχάτικος καφές
Και πορτοκάλια στη σαιζλόγκ
Κι η πράσινη ανεξαρτησία ενός παπαγάλου
Πάνω στο χαλί σμίγουν να διαλύσουν
Την ιερή σιγή της αρχαίας θυσίας.
Η γυναίκα ονειροπολεί και νιώθει τη σκοτεινή
Επιρροή εκείνης της παλιάς τραγωδίας
Σαν ίσκιους που μαυρίζουν γύρω από φωτεινά νερά.
Τα ξύλινα πορτοκάλια και τα πράσινα, παρδαλά φτερά
Μοιάζουν με πράγματα σε μια κηδεία
Που περνάει αθόρυβα σε άπλετα νερά.
Η μέρα είναι σα θάλασσα σιωπηλή,
Μαρμαρωμένη, καθώς περνούν τα ονειροπόλα πόδια της
Στο δρόμο για την πένθιμη Παλαιστίνη
Επικράτεια του αίματος και του τάφου.


       II

Γιατί να δώσει τα πλούτη της στους νεκρούς;
Τι αξίζει η θεότητα που έρχεται μόνο
Σε σιωπηλές σκιές και σε όνειρα;
Δε θα βρει στη ζεστασιά του ήλιου
Στα φρούτα τα ξινά και τα πράσινα παρδαλά φτερά
Σε κάθε βάλσαμο ή ομορφιά της γης
Κάτι που να λατρέψει σαν την ιδέα του Θεού;
Η θεότητα πρέπει να ζει μέσα της:
Πάθη της βροχής η αθυμία στο χιόνι που πέφτει,
Θρήνοι μοναξιάς ή έξαλλες χαρές
Μέσα στην άνθηση του δάσους, βίαια
Αισθήματα σε βροχερούς δρόμους τις νύχτες
Του φθινοπώρου, όλες οι χαρές και όλοι οι πόνοι
Στη θύμηση των φύλλων του καλοκαιριού
Και των γυμνών κλαδιών του χειμώνα
Αυτά είναι τα καθορισμένα όρια της ψυχής της.


       III

Ο Δίας μέσα στα σύννεφα δε βγήκε από ανθρώπινη κοιλιά.
Μάνα δεν τον θήλασε, γλυκιά πατρίδα δεν έβαλε
Έμπνευση μεγαλόπρεπη στο μυθικό του νου.
Πέρασε ανάμεσά μας σαν άρχοντας με χαμηλή
Φωνή, εξαίσιος μέσα στους αυλικούς του,
Ώσπου το αίμα μας σε μια αγνή ένωση με τον
Ουρανό, έφερε τέτοια ανταπόδοση στον πόθο μας
Οι ίδιοι οι αυλικοί την ένιωσαν σ’ ένα αστέρι,
θ ’ αποτύχει το αίμα μας; Ή θα γίνει αίμα του παραδείσου;
Και θα μείνει η γη ο μόνος παράδεισος που ξέρουμε;
Ο ουρανός θα είναι πιο φιλικός απ’ ό,τι είναι τώρα
Ένα μέρος μόχθου κι ένα μέρος πόνου,
Και δεύτερος σε δόξα απ ’ την καρτερική αγάπη,
Όχι αυτό το διχασμένο κι αδιάφορο γαλάζιο.


       IV

Λέει αυτή, «Τι χαρά μου δίνουν τα πουλιά το πρωί
Πριν πετάξουν όταν με τα γλυκά τους ερωτήματα
Ελέγχουν τη σταθερότητα των βροχερών τοπίων
Αλλά όταν φύγουν τα πουλιά και τα θερμά τοπία τους
Δεν επιστρέφουν, που είναι τότε ο παράδεισος;»
Δεν υπάρχει χώρος προφητείας
Ούτε αρχαία χίμαιρα του τάφου,
Ούτε υπόγειος ουρανός, ούτε νησί
Μελωδίας όπου τα υποδέχονται πνεύματα,
Ούτε φασματικός νότος, ούτε νεφελώδης φοίνικας
Απόμακρος σε ουράνιο λόφο, που να διήρκεσε
Όσο το πράσινο του Απρίλη, η που θα διαρκέσει
Όπως η θύμηση της από ξυπνήματα πουλιών
Είτε ο πόθος της για Ιούνιο και δειλινό που
Ταράζει το ερωτικό φτερούγισμα της χελιδόνας.

       V

Λέει αυτή, «και στη χαρά ακόμη, νιώθω
Την ανάγκη μιας άφθαρτης ευτυχίας».
Ο θάνατος είναι ο πλάστης της ομορφιάς, άρα
Απ' αυτόν μόνο θα γίνει η εκπλήρωση των πόθων
Και των ονείρων μας. Αν και σκορπίζει τα φύλλα
Σίγουρης καταστροφής στο πέρασμά μας,
Το δρόμο που η άρρωστη οδύνη πήρε,
Τους πολλούς δρόμους όπου ο θρίαμβος έκρουσε
Τον αναιδή του ήχο, ή ο έρωτας ψιθύρισε
Λόγια τρυφερά, κάνει τη λεύκα να τρέμει
Στη λιακάδα για χάρη κοριτσιών που είχαν
Συνήθεια να κάθονται να βλέπουν το γρασίδι,
Παραδομένο εκεί στα πόδια τους. Κάνει
Τ' αγόρια να στοιβάζουν σε πήλινα πιάτα
Φρέσκα δαμάσκηνα κι αχλάδια. Τα κορίτσια τα γεύονται
Κι ερωτευμένα αφήνονται πάνω στα χαλιά των φύλλων.


       VI

Δεν υπάρχει κρούσμα θανάτου στον παράδεισο;
Ώριμα φρούτα δεν πέφτουν εκεί; Ή μήπως τα κλαδιά
Γεμάτα καρπό κρέμονται αιώνια σ’ αυτό τον τέλειο,
Τον αναλλοίωτο ουρανό, μα τόσο όμοιο με την
Προσωρινή μας γη, με ποταμούς σαν τους δικούς μας
Που ψάχνουν θάλασσες χωρίς ποτέ να τις βρίσκουν
Κι απόμακρους γιαλούς που αφήνουν άδεια την ψυχή;
Γιατί να φυτέψουμε αχλάδια σ’ αυτές τις όχθες
Ή να γλυκάνουμε τους γιαλούς με αρώματα δαμάσκηνου;
Αλίμονο αν φορούν χρώματα σαν τα δικά μας εκεί,
Τα απαλά υφαντά των απογευμάτων μας
Και παίζουν τ ’ ανιαρά μας φλάουτα!
Ο θάνατος, ο μυστικός, είναι ο πλάστης
της ομορφιάς. Στο φλογερό του στήθος, φανταζόμαστε
Τις γήινες μητέρες που περιμένουν, άγρυπνες.


       VII

Πονηρό κι απειθάρχητο, ένα πλήθος ανθρώπων
Θα ψάλλει, σε όργιο, ένα πρωινό καλοκαιριού
Την ταραχώδη πίστη του στον ήλιο,
Όχι ως θεό, αλλά ως πιθανότητα θεού,
Γυμνού ανάμεσά μας σα μια άγρια πηγή.
Το άσμα τους θα είναι άσμα του παραδείσου
Που βγαίνει απ ’ το αίμα τους, κι επιστρέφει στον ουρανό.
Και μέσα στο άσμα τους θα εισδύσουν διάφορες φωνές,
Η ανεμόδαρτη λίμνη όπου ο θεός τους ευφραίνεται,
Τα δέντρα, σαν τα σεραφείμ, και η ηχώ των λόφων,
Με χορωδίες που θ’ αντηχούν για πολύ έπειτα,
θα γνωρίσουν καλά την ουράνια αδελφότητα
Ανθρώπων που πεθαίνουν και των πρωινών του θέρους,
Κι από πού ήρθαν και για πού διαβαίνουν
Η δροσιά πάνω στα πόδια τους θα το δείξει.


       VIII

Ακούει η γυναίκα πάνω στα ήρεμα νερά
Μια φωνή που λέει: «Το μνήμα στην Παλαιστίνη
Δεν είναι στοά αργόσχολων πνευμάτων
Αλλά ο τάφος του Ιησού, εκεί που έγειρε».
Ζούμε σ’ ένα αρχαίο χάος ηλιακό,
Ή μια παλιά αποικία της μέρας και της νύχτας,
Ή μοναξιά νησιού, μοιραίου μοναχικού
Πλανώμενου σε απέραντα νερά.
Ελάφια τρέχουν στα βουνά μας, και οι κάργιες
Σφυρίζουν γύρω μας με αυθόρμητες κραυγές,
Γλυκά βατόμουρα ωριμάζουν στις πλαγιές,
Και στ ’ ουρανού την ερημιά
Το βράδυ, αδέσποτα σμήνη περιστεριών
Παράξενα αιωρούνται καθώς βυθίζονται
Στο σκοτάδι με διάπλατα φτερά.


Εκλογή από τα άπαντα, μετάφραση: Γιώργος Σπέντζος, εκδόσεις Δωδώνη
« Last Edit: 24 Nov, 2018, 12:13:34 by spiros »



 

Search Tools