à ta guise → κατά το δοκούν, όπως προτιμάς, όπως σου αρέσει, όπως αγαπάς, όπως επιθυμείς, όπως θες

spiros · 4 · 1824

Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
Έκφραση
Ετυμολογία: κατά το δοκούν < κατά + δοκοῦν, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του αρχαίου απρόσωπου ρήματος δοκεῖ (φαίνεται καλύτερο, θεωρείται πιο σωστό)

— σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του καθενός, όπως του φαίνεται καλύτερο, όπως νομίζει ο καθείς
- Εδώ υπάρχουν αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, δεν μπορεί ο κάθε συνδικαλιστής να διαπραγματεύεται κατά το δοκούν (όπως νομίζει, αυθαίρετα)
- Εγώ είπα γύρνα νωρίς απόψε, αλλά εσύ το ερμήνευσες κατά το δοκούν και γύρισες νωρίς το πρωί (όπως σε βόλευε)
- Α, φίλε, δεν θα μου υπαγορέψεις εσύ τι θα ψηφίσω. Η ψήφος πάει κατά το δοκούν (την δίνει όπου θεωρεί ο καθένας καλύτερα)

Βικιλεξικό
Communicate. Explore potentials. Find solutions.




Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!


 

Search Tools