curiosity → περιέργεια, παράξενος, κουλός, κάτι το αξιοπερίεργο, αξιοπερίεργο αντικείμενο, παράξενο αντικείμενο, παράξενο πράγμα, πολύτιμο σπάνιο αντικείμενο, παλαιό κομψοτέχνημα, αντίκα
1. (uncountable) Inquisitiveness; the tendency to ask and learn about things by asking questions, investigating, or exploring. [from 17th c.]
2.
A unique or extraordinary object which arouses interest. [from 17th c.]
He put the strangely shaped rock in his curiosity cabinet.3. (obsolete) Careful, delicate construction; fine workmanship, delicacy of building. [16th-19th c.]
curiosity - WiktionaryTranslation blunder: a curiosity → μια περιέργεια (αντί για: κάτι το αξιοπερίεργο)