Σ' ευχαριστώ πολύ που επιβεβαίωσες όσα φανταζόμουν εδώ και πολλά χρόνια. Ώρες ώρες νιώθω ότι κάθε μήνυμά σου είναι ένα μικρό μάθημα ιστορίας για τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες.
Να σου πω, λοιπόν, τι συμβαίνει μ' εμένα, αν και φαντάζομαι ότι θα το έχεις διαπιστώσει μιλώντας με τους ποιητές της γενιάς μου. Ναι, ήμουν κοριτσάκι τότε. Η κήρυξη της δικτατορίας με βρήκε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ήμουν ακριβώς 6 χρονών.
Η γενιά μου, ξέρεις, δεν έμαθε την ορολογία περί της ελληνικής χούντας των συνταγματαρχών από τα λεξικά ή τα γλωσσάρια ή τα βιβλία ιστορίας του σχολειού αργότερα. Η ορολογία τους και τα φάλτσα ελληνικά τους μας πότισαν ως το μεδούλι. Ακούγαμε ξαφνικά δημοτικά τραγούδια μέρες ολόκληρες στο ραδιόφωνο και δεν ξέραμε γιατί. Μα, μόνο δημοτικά και εμβατήρια. Μετά μας είπαν ότι δεν θα 'χουμε σχολείο για μέρες. Μετά μας είπαν ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε έξω μόνα μας. Μετά πηγαίναμε κάπου μόνο όσο έξω είχε φως και πάντα μαζί με τους γονείς μας και τρέχαμε να γυρίσουμε σπίτι για να κλειστούμε σαν τους τυφλοπόντικες. Τότε, βλέπεις, δεν είχαμε τηλεοράσεις κι ήμασταν πολύ μικρά για να διαβάζουμε βιβλία. Η μέρα δεν περνούσε με τίποτα. Και τότε μάθαμε ότι έχουμε «επανάσταση» (ξευτέλισαν κι αυτή τη λέξη οι αγύρτες), ότι έχουμε στρατιωτικό νόμο που πάει να πει ότι υπάρχουν τεθωρακισμένα, ότι υπάρχουν οι μαυροσκούφηδες που τα οδηγούν μέσα στην πόλη, ότι οι φαντάροι στα καλά καθούμενα κυκλοφορούν ένοπλοι μέσα στην πόλη σαν να έχουμε πόλεμο, ότι μετά τις 5 η ώρα πρέπει να είμαστε στα σπίτια μας, ότι υπάρχουν συνταγματάρχες που είναι πιο πάνω από τους ταγματάρχες και πιο κάτω από τους στρατηγούς, ότι εκείνος ο ωραίος νεαρός βασιλιάς με την πανέμορφη βασίλισσα ή πριγκίπισσα ή δεν ξέρω τι ήταν, τρέχουν από την Αθήνα στην Καβάλα, κι αποκεί από χωρίου εις χωρίον και όλος ο κόσμος περίμενε, λέει, ένα διάγγελμά του, που πάει να πει να μας μιλήσει και να μας πει τι έγινε, αλλά αυτός δεν μας μίλαγε και άλλα τέτοια περίεργα. Κι ύστερα αυτός μέχρι που έφυγε από την Ελλάδα και μας παράτησε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν καταλάβαμε γιατί ακούγαμε δημοτικά όλη μέρα τότε στην αρχή... ήταν γιατί εκείνος ο «λεβέντης» ο Παπαδόπουλος μερακλωνόταν και έριχνε κάτι τσάμικους που καίγανε καρδιές κι εκείνη η γυναίκα του τσάκιζε τους καλαματιανούς με κάθε ευκαιρία. Βέβαια, ήταν καλύτερα να χορεύει παρά να μιλάει γιατί τότε δεν καταλάβαινες λέξη.
Καταλάβαμε τι θα πει στρατιωτικός νόμος και πραξικόπημα κι επανάσταση... θα πει να είσαι παιδί και να σου κλείνουν το στόμα ή να τρως χαστούκι όταν αναφέρεις κάτι περίεργα ονόματα που είχες ακουστά από μωρό, π.χ. Καραμανλής, Παπανδρέου, βασιλιάς, Ηλιού, Λαμπράκης, Κανελλόπουλος. Θα πει να βλέπεις τους γονείς σου διαρκώς φοβισμένους και ανίσχυρους. Θα πει να μην περπατάς ελεύθερα, να μην αναπνέεις ελεύθερα, να μην τραγουδάς ό,τι θυμάσαι, να μη διαβάζεις ό,τι έχεις ακουστά. Θα πει να κάνεις λίστες ολόκληρες από όσα σου λείπουν για να τα αναπληρώσεις άμα κάποτε μεγαλώσεις. Θα πει να βρίσκεις Καζαντζάκη, Σαμαράκη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη καταχωνιασμένους σε κάποια ντουλάπια μιας βιβλιοθήκης φίλων ή συγγενών, γιατί ποιος τόλμαγε να τα έχει στα ράφια, και να διαβάζεις πριν της ώρας σου πράγματα που δεν καλοκαταλάβαινες για να μάθεις κάτι παραπάνω. Θα πει να μαθαίνεις στο σχολείο εμβατήρια και τραγούδια για την επανάσταση και να πρέπει να τα λες καλά, παντού και πάντα, στις εκδρομές, στα διαλείμματα, στην αυλή του σχολειού, στο δρόμο και στο σπίτι. Θα πει να μαθαίνεις ότι απ' όλα τα πουλιά το πιο έξυπνο, το πιο όμορφο και το πιο σπουδαίο είναι ο φοίνικας του εμβλήματος της επανάστασης - κι είναι και πιο μάγκας, γιατί από τις στάχτες του αναγεννάται, και πρέπει να του μοιάσεις όσο μεγαλώνεις γιατί είσαι Ελληνόπουλο εσύ κι όχι παίξε-γέλασε. Θα πει να μαθαίνεις απέξω τον Δροσίνη, τον Πολέμη, τον Καρκαβίτσα, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, αλλά να τρως μπάτσα άμα μιλήσεις για τον Μυριβήλη. Θα πει να μαθαίνεις ότι τα άθλια και ελεεινά μιάσματα που λέγονται κομμουνιστές είναι εχθροί του έθνους, της φυλής, της θρησκείας και της πατρίδας. Θα πει ότι υπάρχουν εθνικόφρονες που ψηφίζουν ΝΑΙ στα δημοψηφίσματα και οι άλλοι, οι κακοί, οι γόνοι των αιμοσταγών εαμοβούλγαρων, που πρέπει να βρίσκονται στις φυλακές, γιατί σαν τους παλαιούς κομιτατζήδες άμα τους αφήσεις λυτούς θα κάνουν νέο παιδομάζωμα και θα βρεθείς μαζί τους να ψάχνεις σκουλήκια στις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας.
Θα πει να είσαι 12 χρονών όταν έγιναν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο «από κάτι τσογλαναράδες φοιτητές και κάτι άσχετους εργάτες που τι δουλειά είχαν στα πανεπιστήμια αντί να είναι στις φάμπρικες» κι εσύ να βλέπεις στην ήδη υπάρχουσα τότε τηλεόραση ότι ο εθνικός στρατός, ασφαλώς, θα καταστείλει το κίνημά τους γιατί δεν μασάμε ως φιλήσυχη χώρα από τέτοιες ταραχές. Θα πει να μπαίνουν ένοπλοι αστυνομικοί και φαντάροι και με προτεταμένα τα όπλα να εκκενώνουν το σχολείο γιατί ξανάγινε στρατιωτικός νόμος. Θα πει να λες σε 12χρονα παιδιά να βαδίζουν δυο-δυο στοιχισμένα στο δρόμο για το σπίτι τους υπό την αυστηρή εποπτεία του στρατού γιατί σε μεγαλύτερες παρέες ήμασταν επικίνδυνα. Χαχα... τους άθλιους! Βαδίζαμε υπό στρατιωτική συνοδεία στη Βασιλίσσης Όλγας και δεν μας εξήγησαν τότε ότι ήταν μεγάλη μας τιμή όλο αυτό, τιμή που την κάνουνε μονάχα σε αρχηγό κράτους, σε πρόεδρο δημοκρατίας. Μα, ήταν κι ο πρόεδρος είδος εν ελλείψει τότε. Τότε είχαμε μόνο αντιβασιλέα.
Θα πει να μαθαίνεις ότι ένας αστεράτος ταξίαρχος ανέλαβε και όλα θα πάνε καλύτερα τώρα. Θα πει αυτός ο αστεράτος να μας πηγαίνει σε γενική επιστράτευση και νέο στρατιωτικό νόμο και να φοβάσαι ότι θα γίνει και πόλεμος από πάνω. Θα πει να ακούς ότι τα τεθωρακισμένα θα βγουν πάλι στις ρούγες μόλις γυρίσαν απ' τον Έβρο για να κατέβουν στην Αθήνα και να επιβάλουν αυτή τη φορά τον εθνάρχη Καραμανλή.
Θα πει να 'σαι μόλις 13 χρονών και να μαθαίνεις από τη δίκη της χούντας τι πάει να πει εσχάτη προδοσία, τι πάει να πει παραποίηση της ιστορίας και της εθνικής συνείδησης και της παράδοσης του τόπου σ' όλη τη διάρκεια των παιδικών σου χρόνων. Θα πει να είσαι αποπροσανατολισμένος έφηβος. Θα πει να σε κατακλύζουν αίφνης μυριάδες νέα δεδομένα και πρόσωπα και δημοκρατικές διαδικασίες κι εσύ να νιώθεις σαν να πηγαίνεις ξανά στην πρώτη δημοτικού.
Θα πει να βλέπεις και ν' ακούς για τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις εκτελέσεις τόσων και τόσων αθώων. Θα πει να καθηλώνεσαι στην τηλεόραση και να διαβάζεις κάθε αράδα των εφημερίδων για να καταλάβεις σε τι ζούγκλα ζούσες και μεγάλωνες 7 συναπτά χρόνια. Θα πεις να βλέπεις τον Μήνη και τον Μουστακλή και τον Παναγούλη και να αναρωτιέσαι πόσα ήταν αυτά τα τέρατα που τους κατάντησαν έτσι όλα τούτα τα χρόνια. Θα πει να τρέχεις με χίλια και να μην προλαβαίνεις μια ζωή να μάθεις αυτά που δεν έμαθες τότε που είχες ένα μυαλό σφουγγάρι που το ποτίζανε αργά και βασανιστικά και βίαια με φαρμάκι κάθε μέρα.
Μακάρι να ήμασταν ενήλικοι τότε, Τόλη. Ήμασταν παιδιά που δεν έζησαν ποτέ σαν παιδιά. Γιατί μέσα στις χούντες δεν μεγαλώνουν ποτέ σωστά τα παιδιά. Δεν είναι παιδιά. Είναι μικρά τέρατα. Δεν ξέρουν τι θα πει παιδική ανεμελιά κι ελευθερία. Γίναμε πρόωρα ενήλικοι, άλλος λίγο άλλος πολύ, στη γενιά μας. Και δεν ξεχνάμε. Δεν ξεχνάμε τα τρομοκρατημένα πρόσωπα των γονιών μας. Και δεν θέλουμε άλλο τρόμο γύρω μας. Και είμαστε πάντα οργισμένοι. Ακόμα κι όσοι δεν το δείχνουν κρύβουν βαθιά και πολύ επιμελώς μέσα τους ένα διαρκή και ανίατο θυμό. Γιατί δεν μας ρώτησε κανείς πώς θέλαμε να μεγαλώσουμε, πώς θέλαμε να μάθουμε τα πρώτα μας γράμματα και πώς θέλαμε να είναι οι πρώτες μας εικόνες στην ίδια μας την πόλη. Τι λογής κτήνη ήταν όλοι ετούτοι που σκόρπισαν έτσι ασυλλόγιστα τον τρόμο, θα μπορέσει ποτέ κανείς να μου πει; Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε και ακόμα δεν έχω πάρει απάντηση.
Κατάλαβες τώρα γιατί λατρεύω τον Αναγνωστάκη; Γιατί ήταν ένας άνθρωπος που ξεπέρασε τον φόβο και τη φρίκη 2 πολέμων (τον εμφύλιο εννοώ ως δεύτερο) και δεν κατάφεραν να τον φιμώσουν. Γιατί από παιδί θαύμαζα τους λεβέντες, ανεξαρτήτως φύλου και καταγωγής, κι αυτός ήταν ένας απ' αυτούς. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος που ένιωσε τη δικιά μας φρίκη και τον δικό μας τρόμο, ένιωσε ότι δεν μπορεί να μας τα απαλύνει με τίποτα, ξέσπασε κι ύστερα μουγκάθηκε από τη θλίψη και την οργή του. Γιατί δεν μπορούσε να μου δώσει την απάντηση που ζητούσα και βουβάθηκε από πόνο. Γιατί προσπάθησε να μου μιλήσει, έτσι σαν ένας μεγάλος οικογενειακός μας φίλος στο Κυριακάτικο τραπέζι, και δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει το πώς και το γιατί κι αυτό δεν το άντεχε.
Γιατί θεωρώ μεγάλη γενναιότητα ακόμα και το '70, ενώ ήταν ο τρανός ποιητής και θα μπορούσε να γράφει πιο απλοϊκά, πιο εύκολα πράγματα για όλους, πιο σουπερμαρκετίστικα βρε αδελφέ, θεωρώ λεβεντιά του που σταμάτησε και σιώπησε. Θέλει κότσια για να το κάνεις επειδή αυτά που έχεις να πεις δεν είναι σημαντικότερα από αυτά που κάποτε έλεγες κι επειδή πιστεύεις ότι τα γραπτά σου δεν θα βοηθήσουν πια να φτιάξουμε όλοι μαζί ένα λίγο καλύτερο κόσμο, ότι η λεβεντιά σου δεν φτουράει πια. Γιατί πρέπει να είσαι πολύ λεβέντης για να καταλάβεις ότι δεν σου 'μεινε άλλη μαγκιά μέσα απ' την ποίηση και να απαρνηθείς αυτό που τόσο αγάπησες απ' τα μικράτα σου - την ποιητική σου φωνή.
Τα είπα και ξέσπασα κι εγώ σαν τον οργισμένο Αναγνωστάκη του χτεσινού ποιήματος για τη Θεσσαλονίκη.
Ας ξαναγυρίσω στο θέμα μας. Υπάρχουν, αλήθεια, αδημοσίευτα ποιήματα του Αναγνωστάκη από τα παλαιότερα ή και από τα τελευταία του χρόνια;