Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => English→Modern Greek Translation Forum => Marketing => Topic started by: spiros on 17 Nov, 2012, 14:00:53

Title: marketer → αγοραλόγος, αγοραλογητής, μαρκετίστας, έμπορος, επιχειρηματίας, άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ, έμπορος
Post by: spiros on 17 Nov, 2012, 14:00:53
marketer → αγοραπωλητής, έμπορος, προμηθευτής, αγοραλογητής, μαρκετίστας, μάρκετερ, μαρκετίστας

One who designs and executes marketing campaigns.
marketer - Wiktionary (https://en.wiktionary.org/wiki/marketer)
Definitions of marketer - OneLook Dictionary Search (http://www.onelook.com/?loc=bm2&w=marketer)

One that sells goods or services in or to a market, especially one that markets a specified commodity: a major wine marketer.
Yahoo (http://education.yahoo.com/reference/dictionary/entry/marketer)
Title: marketer → αγοραλόγος, αγοραλογητής, μαρκετίστας, έμπορος, επιχειρηματίας
Post by: valeon on 21 Nov, 2012, 00:24:46
Στη χτεσινή συνεδρίασή της, η ΜΟΤΟ αποφάσισε:

Υιοθέτησε τις αποδόσεις αγοραλόγος, αγοραλογητής, ενώ από τους υπόλοιπους όρους του νήματος προτείνει: να μείνει μόνο ο μαρκετίστας και να παραλειφθούν πλήρως οι αποδόσεις: αγοραπωλητής, έμπορος, προμηθευτής και μάρκετερ