pedibus nudis → ἄβλαυτος, ἄδετος, ἀνάλιπος, ἀνήλιπος, ἀνηλίπους, ἀνάρβυλος, ἀπέδιλος, ἀπεδίλωτος, γυμνοπόδης, ἀνυπόδητος, ἀνυποδήματος, γυμνός, γυμνόπους, γυμνοσάνδαλος, νήλιπος, νηλίπους, νηλίπεζος, ζάγρος, νήπους, λευκόπους
spiros ·
1 · 442