Μίμης Σουλιώτης: Zorba, the Greek
Με την πέτσινη τσάντα και ψυχή φορτισμένη ευγλωττία, κίνησα
να μιλήσω στους λαούς της Σκανδιναβίας, ειδικότερα
σε φιλολογικό τμήμα της Χερσονήσου:
Δύναμη δεκατρείς, παρόντες οχτώ και μία όμορφη,
και από το παράθυρο εκκρεμούσε το προϊστορικό απολίθωμα,
μονό φανάρι αυτοκινήτου που χαρχάλιζε τα νεύρα μου.
Την απίθωσα δεόντως∙ με χειρονομία που εμπέδωνε πολλά,
έβγαλα τα χειρόγραφα με πλεονασματικό τρόπο,
και έλεγξα τη δημόσια φωνή με κουτοπόνηρες αυξομειώσεις,
την πιο αντικειμενική από την εγγαστρίμυθη,
μέχρι που συντονίστηκα με το αξιοθέατο ακροατήριο:
ο ένας με γραβάτα πάνω από την μπλούζα επένθετη,
ο άλλος κοίταζε πίσω μου, πέρα από το μεσοβραχυπρόθεσμο εγώ του,
ένας τρίτος έξυνε κάτι κάπου στη γάμπα του, παλίμψηστος,
κι ο τέταρτος αντιδρούσε στο σκηνικό
κροτώντας διπλή μπότα: μύτη-τακούνι. Ήμασταν έτοιμοι όλοι.
Πάσχιζα να στήσω τον καβαφικό Φερνάζη
όπως στο σέρφινγκ, μη μου αναποδογυρίσει.
Ξεχνάω το χαϊδευτικό της,
αλλά είχε μουλιάσει στην μπανιέρα για να βγάλει
τη φθαρτότητα της ύλης από πάνω της
κι αχνίζαν οι άδηλοι πόροι. Με τέχνασμα που έπιασε τόπο
καθίσαμε μετωπικά στην ταβέρνα∙ πλάι μου
ένας υπερκινητικός απόδημος άνδρας εκτόνωνε την ιδεοληψία του
τριάντα χρόνια μούτος ανάμεσα στους βαρύγλωσσους του Βορρά.
Με χειρονομία από φεουδαλικό γλέντι τον ανέβασα ηθικά,
ξεθηλύκωσα τη γραβάτα μου και του έχυσα το κρασί
στη φάση που με γάνωνε με την «Ασκητική» του Καζαντζάκη,
λες και Μόλις εκυκλοφόρησε. Δεν περισπάστηκα από τα γεγονότα,
παρά μεθόδευσα ένα άφιλτρο στην εντροπία της ταβέρνας
και η υστεροβουλία μου κουφόβραζε∙ αναρωτιόμουν
και δεν σιγουρευόμουν. Εμφάνιζε και συμπτώματα
και αντενδείξεις. – Τι θρονιάστηκε χωρίς ελληνικά στη διάλεξη
και γιατί σιαχνόταν ασταμάτητα σαν οδοντίατρος πρόσφατος;
Κανένας δε σκιζόταν για το δίλημμα του Φερνάζη. Αντίθετα,
ριχτήκαν στις εθιμοτυπίες με τα μούτρα,
στις φραστικές υστερίες και στα ξεσπάσματα των χεριών,
σύμφωνα με τον νεοελληνικό τρόπο του σκέπτεσθαι.
Μόλις βγήκαμε έξω δεν άντεξα την απροσδιοριστία της
και την πλησίασα με αβάσταχτες προθέσεις,
όπου η Σκανδιναβή με καταψύχει, του τύπου «Ας μείνουμε φίλοι.»
Τότε εγώ έφριξα: «Χωρίς κοινές υπέρτατες αξίες, τι φίλοι,
του λόγου μη εόντος ξινού, κουτοπόνηρη μία,
φίλοι σε ποιαν αριστοτελική κλίμακα∙ του ηδέος
του χρήσιμου ή του κοινού ιδανικού; εγώ σε γουστάρω για το ηδύ,
ειδικά για το ηδύ. Μη μου επαναπαύεσαι. Κοινή είναι η τύχη
και το μέλλον αφόρητο, ενώ γι’ απόψε
έχουμε το ηδύ. – Ζορμπάς!, την παρότρυνα,
όπως Σουσάμι άνοιξε. Ζόρμπα δι γκρικ, ανούσια Κέλτα μία.» –
οπότε υπαναχωρεί για ηδύποτο σε μπαράκι. Πίναμε,
Ζορμπά εγώ, Ζόρμπα αυτή, ο μίτος,
πήρε κι έδενε το πράμα,
αφηνόμασταν σταδιακά και τα χνότα μας ανέβαιναν από βαθύτερα,
ξεχνούσαμε ημέρα, ώρα και χρονολογία,
μέχρι που γίνηκε από Σουηδέζα Σουηδεία.
Από τη συλλογή Βαθιά επιφάνεια (1992)