lèche-vitrine → χάζεμα στις βιτρίνες μαγαζιών, βόλτα στις βιτρίνες, χάζι στις βιτρίνες, χάζι στις βιτρίνες καταστημάτων, χάζεμα στις βιτρίνες καταστημάτων, βιτρίνινγκ, άτομο που χαζεύει στις βιτρίνες, άτομο που κάνει χάζι στις βιτρίνες
spiros ·
1 · 58