Αγαπητέ /αγαπητή grvulture, καλά θα έκανες αν διάβαζες πρώτα τους κανόνες του Translatum και ήσουν λίγο ηπιότερος/ηπιότερη στους χαρακτηρισμούς σου, γιατί κινδυνεύεις εσύ να φανείς ότι παριστάνεις ότι είσαι "εξυπνότερος/εξυπνότερη" από τους ειδικούς που διαφωνούν για το ζήτημα, γλωσσολόγους και λεξικογράφους (και μπορεί και να μην είσαι καν γλωσσολόγος ούτε και λεξικογράφος!). Ασφαλώς, μπορεί να διατυπώσεις προσωπικές αντιρρήσεις είτε τεκμηριώνοντάς τες είτε όχι. Και δικαίωμα των συνομιλητών σου να τις δεχτούν ή όχι! Οι ειρωνείες, όμως, αν μη τι άλλο αδυνατίζουν τη θέση σου...
Παραθέτω (ίσως να το έχεις ήδη υπόψη σου, αλλά δεν μας το λες...) το σχετικό λήμμα από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη:
αυγό το [avγó] O38 : 1.το οργανικό σώμα που αναπτύσσεται στα γεννητικά όργανα ορισμένων θηλυκών ζώων και περιέχει το αναπαραγωγικό σπέρμα: Tα αυγά των πτηνών / των ψαριών / των ερπετών / των εντόμων. 2. (ειδικότ.) τα αυγά των πουλιών που έχουν σκληρό προστατευτικό κέλυφος και συνήθ. το αυγό της κότας που είναι μια από τις κυριότερες τροφές του ανθρώπου: Aυγά κότας / πέρδικας. H κότα γεννάει / κλωσά αυγά. Aυγά φρέσκα / ημέρας / πτηνοτροφείου. Δίκροκο ~. Aυγά βραστά / τηγανητά / μελάτα / σφιχτά / μάτια / ομελέτα. Tο Πάσχα βάφουμε / τσουγκρίζουμε κόκκινα αυγά. ΦP σιγά τ΄ αυγά / τα ωά: (ειρ.) α. για κπ. που κινείται, περπατά πολύ αργά και με υπερβολική προσοχή. β. για να μετριάσουμε την υπερβολή σε κτ. που ακούμε. σιγά! μη σπάσεις τ΄ αυγά, (ειρ.) για κπ. που κινείται, περπατά πολύ αργά και με υπερβολική προσοχή. ακόμα δε βγήκε από τ΄ ~, για νέο που έχει, δείχνει συμπεριφορά αταίριαστη με την απειρία της ηλικίας του. χάνω τ΄ αυγά και τα πασχάλια / καλάθια, βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία, σύγχυση διανοητική κτλ. ή καταστρέφομαι ολοκληρωτικά. κάθομαι στ΄ αυγά μου, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά, η πηγή από όπου αντλεί κάποιος άκοπα σημαντικό οικονομικό όφελος. τι γελάς; αυγά σου καθαρίζουν;, (ειρ.) για όποιον γελά χωρίς λόγο ή για κτ. εντελώς ασήμαντο. ρούφα τ΄ ~ σου!, μη μιλάς, μην ανακατεύεσαι. το ~ του Kολόμβου, για κτ. που, ενώ φαίνεται ακατόρθωτο, μπορεί να γίνει με απλούστατο και ευκολότατο τρόπο. δε γίνεται ομελέτα* χωρίς αυγά. 3. για ομοίωμα αυγού ή για αντικείμενο που έχει σχήμα αυγού: Σοκολατένια αυγά. Ξύλινο ~. 4. (λαϊκ.) οι όρχεις του ανθρώπου: Nα πρηστούν τ΄ αυγά σου. αυγουλάκι το YΠOKOP. αυγουλάρα η MEΓEΘ. [αρχ. ᾠόν `αυγό΄ πληθ. τά ᾠά > *ταωγά με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. > *[tawγa] (τροπή του [ο] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. ταυγά (τροπή του ημιφ. σε [v] πριν από ηχηρό σύμφ.), ανασυλλ. [t-avγa] και νέος εν. το αυγό· αυγούλ(ι < αυγ(ό) -ούλι) -άκι· αυγούλ(ι) -άρα]
Βλέπεις, λοιπόν, ότι με τους ίδιους "ετυμολογικούς" συλλογισμούς οι ειδικοί καταλήγουν στην φωνητική (το τονίζω) απόδοση [t-avγa] διαφωνούν, όμως, στο συμπέρασμα και οι μεν γράφουν αυγό οι δε αβγό!
Κάνεις λάθος για το πώς βρέθηκε "ξαφνικά το β" ή για το ότι "χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο". Τα φαινόμενα της ανάπτυξης του φθόγγου [γ] και του φθόγγου [v] (δεν υπάρχει φθόγγος β αλλά γράμμα β) είναι φαινόμενα φωνητικά/φωνολογικά και όχι γραμματολογικά και στη φωνητική χρησιμοποιείται το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο που περιέχει και λατινικά και ελληνικά και άλλων γλωσσών στοιχεία. Γραπτά, λοιπόν, στο ελληνικό αλφάβητο, το εκφώνημα [t-avγa] μπορεί να παρασταθεί με δύο τρόπους: τ' αυγά και τ' αβγά. Και στις δύο περιπτώσεις αποδίδεται το ίδιο σωστά αφού η (αρχαία) δίφθογγος αυ πριν από το ηχηρό [γ] προφέρεται ακριβώς όπως προφέρεται το δίψηφο αβ. Προφανώς, θα πρέπει να υπάρχουν επιχειρήματα ένθεν και ένθεν για την προτίμηση της μιας ή της άλλης γραφής, που - ως μη γλωσσολόγος - δεν τα γνωρίζω.
Τώρα, επειδή, προσωπικά, προτιμώ και εξακολουθώ να γράφω αυτό που έμαθα από μικρός, δηλ. αυγό, δεν σημαίνει ότι έχω και δικαίωμα να ειρωνεύομαι τους ειδικούς που - διάολε! - ξέρουν κάτι παραπάνω από εμένα από μια επιστήμη που σπούδασαν!