σκάλωμα → fixation, obsession, hobbyhorse, being mad for something, being left high and dry, encountering an obstacle, running into an obstacle, meeting with a problem, getting caught on something, catching on something
κόλλημα → glueing, gluing, sticking, fixation, obsession, soft spot, passion, mad for it
ακατανίκητη, ακράτητη επιθυμία ενασχόλησης με κάτι (έχει φάει σκάλωμα με τη ροκ)
πάθοςπρόσκρουση σε εμπόδιο, δυσκολία (σκάλωμα της υπόθεσης στη γραφειοκρατία)
σκόνταμμαγια κάτι που, καθώς κινείται, συγκρατείται από κάτι και ακινητοποιείται (σκάλωμα της φούστας στον φράχτη)
μάγκωμασκάλωμα - Σημαίνει Σημασία Συνώνυμα Λεξικό Αντώνυμα Αντίθετα Ερμηνεία Ορισμός Γνωμικά Παροιμίες Ρητά Φράσεις - Εννοιόλεξο - Lexigram