Τάσος Λειβαδίτης

wings · 54 · 126335

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Δημιουργία

Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα πουλιά. Μα τα πουλιά ζητούσαν τον ουρανό. Τότε σχεδίασε γύρω τους την αιώνια θλίψη.
Και τα πουλιά πέταξαν.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:01:39 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Ανάσταση

    «Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
    κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
    κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
    έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
    τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
    γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:01:44 by spiros »



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Έξοδος

Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ' είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ' ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν' αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,
     το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το 'κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν' αρνηθώ;» και τότε ο θεός μου 'βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν' ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.
     Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά


https://www.youtube.com/watch?v=Fdi8U8GDCPg

https://www.instagram.com/p/B_EpDceFEcb/?utm_source=ig_embed
« Last Edit: 17 Apr, 2020, 14:53:16 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Κάποτε το σπίτι ξεχειλίζει απ’ την απαντοχή...

ΚΑΠΟΤΕ το σπίτι ξεχειλίζει απ’ την απαντοχή, και δεν έχουμε πού να σταθούμε, βγαίνουμε τότε στον κόσμο, όπως την πρώτη φορά, κλαίγοντας, ενώ ο ορίζοντας πέρα, με την άκρα εγκατάλειψη, μας κλείνει μες στο μυστικό, ώσπου το βράδυ μια άρπα ακούγεται σ' ένα σπίτι ακατοίκητο. Είναι η ώρα του μεγάλου ονειροπόλου, που εδώ και αιώνες, χωρίς ποτέ να χάνεται, πηγαίνει πάντα προς το χαμό.

Από τη συλλογή Σκοτεινή Πράξη (χορικό) (1974)


απαντοχή η [apando<x>í] & παντοχή η [pando<x>í] O29 : (λογοτ.) 1. ό,τι περιμένουμε, συνήθ. ως λύτρωση και ανακούφιση από κτ. δυσάρεστο: Δεν έχει άλλη ~ παρά το χάρο. 2. ελπίδα, παρηγοριά, στήριγμα: O Θεός είναι η μόνη ~ των φτωχών. Δεν έχει πια καμιά ~. Eσύ είσαι η μόνη μου ~. [μσν. απαντοχή < απαντέχω κατά το αντέχω – αντοχή· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
« Last Edit: 11 Apr, 2010, 14:41:20 by spiros »



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Ταξίδι

                                                                                    Στη Λούλα, που δε θα το διαβάσει

   Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
    Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,
    ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:01:47 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Μετά Χριστόν

Να σε καρφώσουν στο σταυρό η να σταυρωθείς πάνω σ' αυτό το τίποτα που υπήρξες είναι ο ίδιος δρόμος, έρημος κι ακατανόητος, ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα και τη νύχτα που κατεβαίνει.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:01:50 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Ενέδρα

     Βασίλευε ο ήλιος πίσω απ’ τους στρατώνες, οι ζητιάνοι ψάχνανε για λίγο νερό, μα όλα τα λαγήνια ήταν αναποδογυρισμένα στην πόλη Κανά, οι γυναίκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στο κίτρινο σούρουπο, εγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στο λόφο το κρασί μου με ληστές και ψευδομάρτυρες, ενώ ο σταυρός δάγκωνε κιόλας την άκρη του παλτού μου.
     Ποιον ν' αγαπήσω; Σε ποιόν να εξομολογηθώ; Μονάχα ο Θεός μπορεί να καυχηθεί ότι μ' άκουσε να παραπονιέμαι, ήπια όλο το βούρκο στον υπόνομο που μ' έριξαν, τ' άντερα μου έγιναν οι δρόμοι που κυλάνε αμάξια θριάμβου, έβγαλα τα φτερά μου και τα κάρφωσα στη γριά, που τη θάβαν ολομόναχη μ' ένα σπουργίτι στο γειτονικό δέντρο, με μια παλιά κασετίνα γεμάτη στάχτη — θυμηθείτε με όταν έρθει η ώρα.
     Εργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στο τζάκι, ήταν φθινόπωρο κι είχαν ερημώσει τα χωράφια, άκουγα το βήμα των καραγωγέων καταβροχθίζοντας τον κλεμμένο σανό.
     Τότε είδα το μεγάλο ικρίωμα, όπου έπρεπε ν' ανεβώ, άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλήσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 29 Dec, 2017, 19:09:44 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Η τελευταία εντολή

     Ερχόταν μες στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών, αισχρές επιθυμίες με λιάνιζαν στο πλυσταριό, μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης για ν’ ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες, έστεκα όρθιος στα σκαλοπάτια, έτρεχα να τους παραγγείλω καφέ, γι’ αυτό κι εκείνοι δεν κοίταζαν τον ουρανό, να μη με δουν να κάθομαι στα δεξιά Του, μόνο η γριά έβαζε λιβάνι στο θυμιατό και σκαρφαλωμένη στον καπνό κοιμόταν μαζί μου.
     Ήταν αστροφεγγιά και τα παιδιά περίμεναν να μιλήσουνε τα ζώα, εγώ στη μέση των χωραφιών, τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά, τρώγοντας όλη την καρβουνόσκονη στους έρημους σταθμούς με τους ξεχασμένους, βγήκα στην αγορά και δεν είχα τίποτα να πουλήσω, και πούλησα τις εξομολογήσεις μου στο έλεος των αυριανών ήμερων.
     Όταν πια κάθισα να ξεκουραστώ ήταν αργά για όλα, ο άνεμος έφερνε τις καμπάνες, η μέρα ξαναγύριζε — κι όμως έμενα μ’ είχαν διώξει, εγώ που για μια νύχτα έγινα γυναίκα κι έβγαλα μαστούς, για να θηλάσω μέσα στα χωράφια έναν παλιοζητιάνο που ψυχορραγούσε και ζητούσε τη μητέρα του.
     Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δε βρήκε που να καρφωθεί.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:18:10 by wings »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Εξόφληση

     Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε ανάμεσα σε παλιά ερμάρια, οι αμαξάδες βλαστημούσαν καθώς παίρνανε τη στροφή, αργά, λυγισμένοι απ’ τη σκόνη κι η κοιλιά μου σκουλήκιαζε από αναρίθμητες πείνες.
     Στο υπόγειο ονειρευόταν το ραχητικό παιδί, εγώ πίστευα στους πλανόδιους οργανοπαίχτες, που η δυστυχία τους είναι πιο ουράνια κι απ’ τους ουρανούς, πλαγιάζοντας με γυναίκες κωφάλαλες, για να μη χάσω ούτ' έναν ήχο απ’ τους στεναγμούς που άκουγα γύρω μου.
     Σε τι χρησίμεψαν, λοιπόν, οι αμαρτίες μου; Έβρεχε και κανείς δε μ' άκουγε, μονάχα ο κούφιος αντίλαλος απ’ τους σταύλους, εκεί που είδα το γέρο, καθόταν στο βρεγμένο στρώμα κι έκλαιγε, ζητώντας να του δωσουν την κούκλα του — τότε κατάλαβα πως δεν είμαι μόνος, και πως όταν θα 'ρθει η μέρα της Κρίσεως, εγώ θα έχω όλο το χρυσάφι να πληρώσω.
     Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα μικρό κομμάτι κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα που φτάνουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια.
     Κι ύστερα, όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ, ενώ τα υγρά σιωπηλά χωράφια ταξίδευαν με τους τυφλοπόντικες.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:17:57 by wings »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Έρημος σταθμός

      Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολούθου σαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα που να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
      ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
      όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ' άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
      φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά
« Last Edit: 15 Apr, 2010, 23:17:43 by wings »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Ο επίλογος

Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
      χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια       αναποδογυρισμένα,
      η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
      και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
      εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
      ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ' αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
      ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
      — στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
      ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.

Από τη συλλογή Εκκρεμότητες
« Last Edit: 10 Oct, 2011, 15:12:05 by wings »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνά χέρια

     Κανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρυπνίες συντήρησα τη ζωή μου, γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη, φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια
     και συχνά αναρωτιόμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω, μα ήξερα πως ήταν κι οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα, όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο,
     ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972)


https://www.youtube.com/watch?v=3VLDpztb7VU
« Last Edit: 03 Nov, 2010, 16:46:46 by spiros »


loukitsa

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 2
    • Gender:Female
Ευχαριστούμε πάρα πολύ! Είναι μαγεία οι στίχοι του
« Last Edit: 10 Oct, 2011, 08:17:32 by Frederique »
Σ’ αγαπώ περισσότερο απ΄όσο μια ανθρώπινη καρδιά μπορεί να αγαπήσει,
περισσότερο απ΄όσο ένας ποιητής ονειρεύεται ή ένας ερωτευμένος αισθάνεται...~Llyas Abu Shaaka


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τάσος Λειβαδίτης, Το δείπνο

      Άντρες με μακριές λόγχες κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή μας μακριά απ’ το στρωμένο τραπέζι. Μα εκείνον, που τόλμησε και προχώρησε, τον κάρφωσαν και τον σήκωσαν ψηλά,
      πάνω απ’ όλους τους συνδαιτυμόνες.

Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα Διασπορά


« Last Edit: 19 Mar, 2019, 21:12:46 by spiros »


crystal

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 8985
    • Gender:Female
Τάσος Λειβαδίτης, Μια γυναίκα

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.

Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

«Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ» έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
«Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
Και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
Μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου
Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένεια και τα νύχια
Των νεκρών.

Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ' την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα
.

Πηγή: Λόγος Παράταιρος

Για να σε συναντήσω (Μανώλης Λιδάκης, Κώστας Λειβαδάς, Τάσος Λειβαδίτης)



 

Search Tools