trust → εμπιστοσύνη, πεποίθηση, πίστη, καθήκον, υποχρέωση, ευθύνη, υπεύθυνη θέση, εμπιστευτική θέση, έργο, αποστολή, παρακαταθήκη, φύλαξη, καταπίστευμα, εμπίστευμα, ομάδα προσώπων διαχειριζόμενη χρήματα, περιουσία για λογαριασμό άλλου, κληροδότημα για λογαριασμό άλλου, τραστ, συνδικάτο, ένωση ομοειδών επιχειρήσεων, εμπιστεύομαι, δείχνω εμπιστοσύνη, επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι, ευελπιστώ, είμαι βέβαιος, εμπιστεύομαι, αναθέτω φύλαξη, αναθέτω εποπτεία, αναθέτω διαχείριση, δίνω πίστωση σε
Troy ·
17 · 4194