Επίθετα και όροι για τον ηθοποιό
αμφιδέξιος: ικανός να παίξει πολλών ειδών ρόλους / απόδοσις: το παίξιμο / αριστοπαίκτρια: σπουδαία ηθοποιός / αριστοτέχνης / άσπαστος: ελάττωμα – όταν το πρόσωπο του ηθοποιού δεν αλλάζει εκφράσεις / βεντέτα: πρωταγωνίστρια με φήμη, εκκεντρικότητες, υπεροψία / βετεράνος: παλαίμαχος / γραμματοκομιστής: ηθοποιός που δεν έχει κατανοήσει καθόλου το ρόλο του / εθελοντής: ερασιτέχνης / καμποτίνος: χωρίς αξία ηθοποιός, που χρησιμοποιεί κατεργάρικα μέσα / καρατερίστας (ή χαρακτηριστής): ηθοποιός που παίζει ρόλους σύνθετους ή γεροντότερους / κομπάρσος / μπριλάντες: ηθοποιός κωμωδίας, ειδικός σε έξυπνους αστραφτερούς ρόλους / μύστης / ναρκισσιστής / ρολίστας / τυπίστας: ηθοποιός μικρών σ’ έκταση ρόλων που δίνει γοργά έναν τύπο ανθρώπου / ψώνιο: καταγέλαστος στην εμμονή του να βγει στη σκηνή, ατάλαντος
— Γιάννης Σιδέρης, «Θεατρικό γλωσσάριο», Θέατρο, 1965