reauthorize → επανεξουσιοδοτώ, εξουσιοδοτώ εκ νέου, εξουσιοδοτώ ξανά, δίνω ξανά εξουσιοδότηση

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856400
    • Gender:Male
  • point d’amour
reauthorize → επανεξουσιοδοτώ, εξουσιοδοτώ εκ νέου, εξουσιοδοτώ ξανά, δίνω ξανά εξουσιοδότηση
reauthorization → επανεξουσιοδότηση, εκ νέου εξουσιοδότηση, εξουσιοδότηση εκ νέου, εξουσιοδότηση ξανά

neu bevollmächtigen
« Last Edit: 07 Oct, 2024, 16:48:55 by spiros »


 

Search Tools