Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => Greek monolingual forum => Topic started by: Pol_JS on 24 Jul, 2022, 01:13:38

Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: Pol_JS on 24 Jul, 2022, 01:13:38
Δημοσιεύω εδώ [1ο μήνυμα!] καθώς αδυνατώ να βρω άλλον τρόπο επικοινωνίας ώστε να προτείνω τη συγκεκριμένη διόρθωση στο LSJ.gr.

Λήμμα: σκωρία - Ancient Greek (LSJ) (https://lsj.gr/wiki/%CF%83%CE%BA%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1)

Greek Monolingual
3. (πετρογρ.) βαρύ σκοτεινόχρωμο υαλώδες πυροκλαστικό εκρηξιγενές πέτρωμα, που περιέχει πολλές βακουέλες, κοιλότητες οι οποίες μοιάζουν με φυσσαλίδες («αφρώδης σκωρία» — σκωρία στην οποία οι φυσσαλίδες είναι πολύ λεπτά κελύφη στερεοποιημένου βασαλτικού μάγματος)

Η λέξη «φυσσαλίδες» [δις] θα έπρεπε να είναι με 1 σ και 2 λ.

Με εκτίμηση για το Translatum και για το LSJ!
Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: spiros on 24 Jul, 2022, 09:18:42
Μπράβο που το εντόπισες!
φυσαλλίς - Ancient Greek (LSJ) (https://lsj.gr/wiki/%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CF%82)
Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: wings on 24 Jul, 2022, 14:11:13
Σπύρο, στα νέα ελληνικά είναι φυσαλίδα. Επομένως, κάτι δεν πάει καλά στον τίτλο μας τώρα.
Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: spiros on 24 Jul, 2022, 14:20:19
φυσαλλίδα (η) (σχολ. ορθ. φυσαλίδα) 1. (λόγ.) σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού ΣΥΝ. μπουρμπουλήθρα 2. ΙΑΤΡ. μικρή φουσκάλα τού δέρματος, που περιέχει υγρό.
[ΕΤΥΜ < αρχ. φυσαλλίς, -ίδος < φύσα
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: wings on 24 Jul, 2022, 14:33:45
φυσαλίδα η [fisalíδa] Ο26 : 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό, που με τη μορφή σφαιριδίου ανεβαίνει προς την επιφάνεια· φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.) κύστη γεμάτη διαυγές υγρό, που σχηματίζεται επάνω στο δέρμα από έγκαυμα ή από κάποια (δερματική) ασθένεια· φουσκάλα, φλύκταινα.
[λόγ. < ελνστ. φυσαλλίς, αιτ. -ίδα (& γραφή φυσαλίς), αρχ. σημ.: `είδος φλογέρας΄]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1&dq=)
Title: φυσσαλίδα ή φυσαλλίδα; → φυσαλίδα, φυσαλλίδα
Post by: Pol_JS on 26 Jul, 2022, 01:22:38
Ευχαριστώ για το «μπράβο», όμως— απλώς έτυχε!

Σύμφωνα με το «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», επίσης του Γ. Δ. Μπαμπινιώτη:

φυσαλλίδα
< αρχ. φυσαλλίς, -ίδος [ήδη τον 5ο αι. π.Χ. στον Αριστοφάνη], αρχική σημ. «πνευστό μουσικό όργανο», < φύσα (ή) «φυσερό - φύσημα, πνοή» (βλ.λ. φυσώ) + παραγ. τέρμα -αλλίς, πβ. κ. θρυ-αλλίδα, χρυσ-αλλίδα. Η σημ. «φούσκα, φουσκάλα (αέρα / νερού)» είναι ελνστ. (πβ. Λουκιαν. Χάρων ή έπισκοπ. 19.4-5: τάς φυσαλλίδας λέγω, άφ’ ών συναγείρεται ό αφρός).

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
φυσαλίδα ή φυσαλλίδα;
Η λέξη γράφεται από την Αρχαιότητα με δύο -λ- και αυτή είναι η ετυμολογικά συνεπέστερη γραφή: φυσαλλίδα. Η απλοποιημένη γραφή φυσαλίδα (με ένα -λ-), που υιοθετεί η σχολική γραμματική, απαντά αργότερα (από τον 2ο αι. μ.Χ.).
[Η υπογράμμιση, ανωτέρω, είναι δική μου.]

Και σε άλλα λήμματα:

βολβός
< αρχ. βολβός [ήδη τον 5ο αι. π.Χ.], αναδιπλ. τύπος που συνδ. με λατ. bulla «φυσαλλίδα» (> γαλλ. bulle, boule, ισπ. bula), λιθ. bdlbb «πατάτα», αρμ. boik «ραπανάκι», ίσως και με το αρχ. βώλος (βλ.λ.).

πομφόλυγα «φούσκα - αερολογία»
< αρχ. πομφόλυξ, -υγος (ή) (σπανίως αρσ.) < πομφό(ς) «φυσαλλίδα - φλύκταινα στο δέρμα» (βλ.λ.) + -λυγ-, πιθ. παραγ. επίθημα -υγ- με εκφραστ. -λ-, πβ. επίσης βδελύττομαι, μορμολύκειο.

χρυσαλλίδα ή χρυσαλίδα;
Η λέξη γράφεται από την Αρχαιότητα με δύο -λ- και αυτή είναι η ετυμολογικά σωστή γραφή: χρυσαλλίδα. Η γραφή χρυσαλίδα (με ένα -λ-) οφείλεται σε απλογράφηση.



Το κλειδί εδώ — όπως άλλωστε και σε πλείστες όσες περιπτώσεις — είναι η συνέπεια, έχοντας, βεβαίως, υπ’ όψιν, ότι στην Ελληνική ακολουθείται η ιστορική/ετυμολογική ορθογραφία. Το «επιχείρημα», λ.χ., «Η λέξη “καμμία” στη νέα Ελληνική γράφεται με ένα μ.», απλώς δε στέκει! Σε οποιαδήποτε Ελληνική, εφ’ όσον υπάρχει ένα ν προ του μ, τρέπεται σε μ, με αποτέλεσμα διπλό μ — δεν είναι ζήτημα εποχής!

Εφαρμόζοντας ιστορική/ετυμολογική ορθογραφία, αποφεύγοντας δηλαδή την «απλοποίηση», η εκμάθηση, κατανόηση και χρήση της γλώσσας μας διευκολύνεται, καθώς και ελαχιστοποιούνται οι ασυνέπειες και αποφεύγονται «μαργαριτάρια» του τύπου «του επικεφαλή» [!], καθώς και «απλογραφικές» μονολεκτικ[οποιητικ]ές υπερβολές όπως, π.χ. «εξάλλου» — το οποίο λεκτικορθογραφικό — ας μου επιτραπεί η, εν [χιλιο-]μέτρω, γλωσσοπλασία! — μόρφωμα — κατ’ εμέ [και πολλούς άλλους] έκτρωμα! — δεν έχει, βεβαίως, την παραμικρή σχέση με τη γενική πτώση του επιθέτου «έξαλλος»!

Τέλος, ας μου επιτραπεί και αυτό: στη «νέα Ελληνική» έχουμε και κατά κόρον αυθαιρεσίες, άρα και ασυνέπειες, του τύπου «κατάστασης, υπόθεσης» κλπ. … όταν στον πληθυντικό θα «κάνουν» «κατάστασων, υπόθεσων» κλπ., παρακαλώ ενημερώστε με… και— θα το μελετήσω!